Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων της Δωδεκαννήσου αλλά και προσφύγων της Μικράς Ασίας, συμπεριλαμβανομένων και των Αρμενίων, αναγκάζεται να εγκαταλείπει την πατρίδα του και επιβιβάζεται σε γαλλικά πλοία για να εργαστεί σε δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες στις αλυκές της περιοχής Καμάργκ (Camargue) στο Δέλτα του Ροδανού, στο νότο της Γαλλίας.
Μια πτυχή της ελληνικής ιστορίας μετανάστευσης ιδιαίτερα άγνωστη μέχρι σήμερα τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία. Η ομογενής καθηγήτρια λογοτεχνίας Αννί Μαΐλη (Annie Maillis) μέσα από μια εξονυχιστική έρευνα και συλλογή σπάνιου φωτογραφικού υλικού, ρίχνει άπλετο φως και περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την εγκατάσταση, την καθημερινότητα, τα προβλήματα και τις προσδοκίες των Ελλήνων αυτών, στο βιβλίο της «Έλληνες της Καμάργκ. Μια εξορία ανάμεσα στο αλάτι και τη θάλασσα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε γαλλική γλώσσα από τις εκδόσεις Odysées και για το οποίο μιλά στο Τvxs.gr.Συνέντευξη: Ελένη Κωνσταντινίδου
Κυρία Μαΐλη, γιατί γράψατε αυτό το βιβλίο;
Για μένα αυτό το βιβλίο ήταν ένα χρέος απέναντι σ’ολόκληρη την ελληνική κοινότητα, τα μέλη της οποίας μετανάστευσαν κατά τα έτη 1915-1925. Είναι μια κοινότητα που δεν είναι ευρέως γνωστή στη Γαλλία ούτε και στην Ελλάδα και προέρχεται από τα Δωδεκάνησα και τη Μικρά Ασία. Ανήκω στην κοινότητα αυτή μέσω του πατέρα μου, ο οποίος ήταν από την Κάλυμνο. Αισθάνθηκα λοιπόν, την ανάγκη να υπενθυμίσω την ιστορία αυτών των ανθρώπων που αποτελεί μέρος της ιστορίας της Γαλλίας αλλά και της ιστορίας της Ελλάδας. Ήθελα να γράψω αυτό το βιβλίο, επίσης, για τον πατέρα μου, ο οποίος είχε μια τραγική μοίρα. Ταξίδευε πίσω στην Κάλυμνο για να ξαναβρεί την οικογένειά του, της οποίας είχε χάσει τα ίχνη και πέθανε ξαφνικά κατά την άφιξή του στο λιμάνι. Έτσι, ήθελα πάση θυσία να επιστρέψω στις πηγές αυτής της ιστορίας.
Ποιά ήταν η πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των ανθρώπων αυτών κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα;
Κατά τη στιγμή της αναχώρησης η κατάστασή τους ήταν μάλλον οδυνηρή. Υπήρχαν αφενός οι Έλληνες από Δωδεκάνησα, από την Κάλυμνο, που υπέστη τη μεγαλύτερη δυστυχία λόγω μιας ασθένειας των σφουγγαριών. Αφετέρου, ήταν η εισροή των Ελλήνων προσφύγων από τη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία, οπότε τα νησιά βυθίστηκαν σε ακόμα μεγαλύτερη δυσπραγία και, φυσικά, ήταν και οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας, οι οποίοι είχαν διωχθεί από τους Νεότουρκους και βρήκαν καταφύγιο στα πλησιέστερα νησιά όπως η Σύμη και η Κάλυμνος. Σ’αυτή την κατάσταση απόλυτης φτώχειας, οι εταιρείες πρόσληψης της γαλλικής βιομηχανίας κατέφτασαν με βάρκες στα νησιά, ώστε να προσλάβουν αυτό το εργατικό δυναμικό που ήταν έτοιμο να δουλέψει σκληρά, να εξοριστεί, προκειμένου να επιβιώσει. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν σφουγγαράδες.
Πόσοι ήταν οι Έλληνες της πρώτης γενιάς στο Σαλέν-ντε-Ζιρό;
Δεν ήταν πολλοί. Δε γνωρίζω τον ακριβή αριθμό σ’όλη την περιοχή. Είναι το Πορτ-ντε-Μπουκ, (Port-de-Bouc), η Μασσαλία, η πρώτη ελληνική πόλη, η Μαρτίγκ (Martigues), το Σαλέν-ντε-Ζιρό (Salin-de-Giraud), το Πορτ-Σεν-Λουί (Port-Saint-Louis).Η ελληνική διασπορά βρίσκεται σχεδόν παντού στη Γαλλία, κυρίως στα νοτιοανατολικά. Στο Σαλέν-ντε-Ζιρό θα πρέπει να ήταν περίπου πεντακόσιοι, αλλά πεντακόσιοι στους δυόμιση χιλιάδες είναι το ένα πέμπτο του πληθυσμού και όπως είχαν διαφορετική θρησκεία, μια πολύ ιδιαίτερη γλώσσα, πολύ διαφορετικά ήθη, επηρρέσαν το πνεύμα της περιοχής σε μεγαλύτερο βαθμό από τους Ιταλούς. Θα δείτε για παράδειγμα, ότι υπάρχει μια αποβάθρα με το όνομα Κάλυμνος στο Ροδανό. Οι Ιταλοί ήταν διπλάσιοι, είχαν τις οικογένειές τους κοντά, πηγαινοέρχονταν, δεν ήταν αποκομμένοι. Οι Έλληνες ήταν μια πιο συνεκτική κοινότητα, με πιο κοινοτιστικά χαρακτηριστικά και με διαφορετικές πρακτικές.
Πώς διαμορφώνεται η ταυτότητα αυτών των Ελλήνων; Είχαν στερηθεί τα αληθινά τους ονόματα λόγω «της φαντασίας της γαλλικής διοίκησης» όπως λέτε μέσα στο βιβλίο.
Υπήρξαν πολλά τέτοια φαινόμενα. Οριμένοι υπάλληλοι της γαλλικής διοίκησης στην περιοχή του Σαλέν-ντε-Ζιρό, είχαν παραμορφώσει τα ονόματά των μεταναστών. Ίσως γιατί δεν υπήρχε μεταφραστής ίσως και από κακή πρόθεση, το αποτέλεσμα ήταν να τους δημιουργήσουν αργότερα πολλά προβλήματα. Όταν, για παράδειγμα, ήθελαν να αναζητήσουν επίσημα έγγραφα στην Ελλάδα, ανακάλυπταν ότι τα ονόματά τους δεν ήταν τα σωστά, ότι είχαν χαθεί ή είχαν παραμορφωθεί ή είχαν αντικατασταθεί από άλλα καινούρια. Ο πατέρας μου ενώ ονομαζόταν Γιώργος, έγινε Rouget, η γιαγιά μου δεν είχε ιδέα τι θα πει Rouget. Εν συντομία, όταν αφαιρείς την ταυτότητα κάποιου, είτε αυτό χαρακτηρίζεται από αμέλεια, είτε από ρατσισμό, είναι μια επίθεση στο ίδιο το άτομο. Κάποιοι Έλληνες είχαν, επίσης, αναγκαστεί να αλλάξουν το όνομά τους από πριν, όπως οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, για να μπορέσουν φύγουν. Έτσι τα ονόματα τους είχαν εκτουρκιστεί και ήταν πολύ περίπλοκο στη συνέχεια να ξαναβρούν τα αληθινά τους ονόματα. Μερικές φορές ήταν αναγκασμένοι να αλλάξουν ακόμη και τις ημερομηνίες γέννησής και ξαφνικά μετά την συνταξιοδότησή τους, ήταν πολύ δύσκολο να βρουν ποια είναι η πραγματική ημερομηνία γέννησής τους.
Πώς εξελίχθηκε η εκμάθηση της γλώσσας; Στις επόμενες γενιές βλέπουμε ότι τα παιδιά των κοριτσιών είναι ελληνόφωνα ενώ των αγοριών όχι.
Γενικά, το παιδί μαθαίνει τη γλώσσα από τη μητέρα του. Στην οικογένειά του πατέρα μου, η μητέρα ήταν Ελληνίδα, όλοι μιλούσαν ελληνικά. Ενώ εγώ, η μητέρα μου ήταν γαλλίδα, η γυναίκα του αδελφού του πατέρα μου ήταν Ιταλίδα κι έτσι εμείς δεν μιλούμε ελληνικά. Έπρεπε να τα ξαναμάθουμε. Δεν ντρεπόντουσαν να μιλήσουν ελληνικά, αντίθετα ήταν πολύ στενά δεμένοι με τη γλώσσα τους. Ζούσαν όλοι μαζί και η γλώσσα ήταν το σπίτι τους. Και η ορθοδοξία για μερικούς, όχι για όλους, αν και δεν υπήρχε ακόμα εκκλησία. Ο παππούς μου αρνούνταν να μιλήσει γαλλικά, τον άκουγα πάντα να μιλά ελληνικά, νομίζω ότι ήταν το θεμέλιο της ταυτότητάς τους. Τα παιδιά στα σχολεία έμαθαν γαλλικά, αλλά οι Έλληνες της πρώτης γενιάς, επέμεναν να μιλούν ελληνικά. Μεταξύ τους μιλούσαν και τουρκικά, καθώς υπήρχαν Έλληνες από τη Μικρά Ασία και πολλοί Αρμένιοι που μιλούσαν επίσης τουρκικά.
Ήταν, λέτε στο βιβλίο, μια «διπλή πόλη», δομημένη υπό τη διεύθυνση και την ιδεολογία των δύο διαφορετικών εργοστασίων, με παροχή στέγασης, υγείας, εκπαίδευσης, αθλητισμού και αναψυχής. Οι περισσότεροι από αυτούς με τους οποίους μιλήσατε, κάνουν λόγο για «μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία» ακόμα και για έναν «παράδεισο». Ήταν έτσι;
Το Σαλέν-ντε-Ζιρό είναι μια περιοχή που βρίσκεται στην άκρη του δέλτα του Ροδανού, είναι μια πολύ απομακρυσμένη τοποθεσία σ’ένα νοσηρό κλίμα και το χωριό περιβάλλεται από το Ροδανό και τη θάλασσα, από κανώ και από έλη. Είναι δηλαδή ένα χωριό εντελώς απομονωμένο, αυτό που λέμε στην άκρη του κόσμου. Έτσι, οι Έλληνες βρέθηκαν σ'αυτή την απομόνωση και τα δύο εργοστάσια που προσέλαβαν τους εργάτες πράγματι κατέλαβαν δύο συνοικίες, δύο πόλεις, που χωρίζονταν από μια «νεκρή ζώνη» και αυτές οι δύο συνοικίες-πόλεις είχαν η καθεμία τα δικά της χαρακτηριστικά. Οι μετανάστες εργάτες ζούσαν κυρίως στην πόλη υπό τη διεύθυνση του βιομηχανικού ομίλου Pechiney. Μέσα σ’αυτή την πόλη Pechiney, ήταν επιπλέον ομαδοποιημένοι σε μια συνοικία που ονομαζόταν «Στρατώνας». Εκεί ζούσαν πραγματικά απομονωμένοι σφυρηλατώντας αν θέλετε, μια ταυτότητα πολύ ισχυρή. Η δεύτερη συνοικία-πόλη ήταν ένα ιδιόμορφο χωριό στο οποίο τα πάντα ανήκαν στο εργοστάσιο. Δεν πρόκειται φυσικά για μια ανθρωπιστική ουτοπία. Ήταν ένας καπιταλισμός με πιο ανθρώπινο, αν και πατερναλιστικό, πρόσωπο. Ολόκληρη η ζωή των εργαζομένων, ακόμα και η ιδιωτική τους ζωή, ήταν στα χέρια της εταιρείας. Ήταν μια ειδική περίπτωση, τα πάντα ανήκαν στην εταιρεία και κανείς δεν είχε τίποτα στην ιδιοκτησία του. Η στέγαση τους ήταν εξασφαλισμένη, οι θέσεις εργασίας επίσης, ακόμη και το νόμισμα τυπωνόταν από το εργοστάσιο. Ήταν μια κατάσταση ισότητας κατ’ανάγκην. Δεν υπήρχε ανταγωνισμός, δεν υπήρχε πρόσβαση σε ιδιωτική περιουσία, ήταν ένα είδος παράδοξου καπιταλιστικού κομμουνισμού. Όλοι ζούσαν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, αλλά όλοι στο ίδιο επίπεδο ισότητας χωρίς κοινωνικό ανταγωνισμό. Έπειτα, καθώς είχαν χάσει τις οικογένειές τους, νόμιζαν ότι δεν θα επέστραφαν ποτέ στην Ελλάδα, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, ήξεραν ότι η πατρίδα τους είχε χαθεί. Κι έτσι ανακατασκεύασαν μια οικογένεια πολύ ισχυρή. Για παράδειγμα, ο πατέρας μου δεν ήξερε τί θα πει παππούς και γιαγιά. Έτσι έφτιαξαν δικούς τους παπούδες και γιαγιάδες, θείους και θείες, έτσι ώστε να παραμείνουν ενωμένοι σε ένα μικρό διαμέρισμα. Ήταν ένα είδος «μεγάλης οικογένειας», προστατευμένης από τον εξωτερικό ρατσισμό, τον οποίο αντιμετώπιζαν όταν έβγαιναν εκτός συνοικίας. Ήταν παραδομένοι στη φύση, η παρουσία της θάλασσας, ήταν πολύ σημαντική για αυτούς. Έτσι, έχουν όλοι την ανάμνηση μιας ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας και νομίζω ότι αυτό δεν είναι μύθος, είναι μια πραγματικότητα.
Ποια ήταν η επιρροή των Ελλήνων στην κοινωνική και πολιτική συνείδηση της περιοχής;
Στην πραγματικότητα, δεν ήταν πολύ μεγάλη, επειδή ζούσαν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, σε μια απομόνωση ελεγχόμενη πάντα από το εργοστάσιο. Ακόμα και τις διακοπές τους, τι έκαναν στις αποικίες του εργοστασίου. Τα πάντα ήταν υπό τη διαχείριση της εταιρείας. Έπειτα είναι και κάτι άλλο. Στη Γαλλία, στην περιοχή της Καμάργκ, όταν δημιουργήθηκε όλη αυτή η βιομηχανική παραγωγή με αλλοδαπούς εργάτες, εμφανίστηκαν γρήγορα, διάφοροι συγγραφείς της Προβηγκίας, οι οποίοι δημιούργησαν έναν μύθο ενάντια στους ξένους βιομηχανικούς εργάτες. Ήθελαν να προωθήσουν την ιδέα μιας «καθαρής», προβηγκικής Καμάργκ, αρνούμενοι αυτή την πραγματικότητα, πολλές φορές γελοιοποιώντας τη. Το εργοστάσιο τώρα κλείνει, δεν υπάρχουν πλέον εργάτες, οι εγκαταστάσεις έχουν σχεδόν καταστραφεί και συνειδητοποίησα αργότερα ότι το βιβλίο μου ήταν επείγον, επειδή είναι μια ιστορία που πρόκειται να διαγραφεί από τη μνήμη. Για παράδειγμα, υπάρχει μια πολύ ισχυρή ένωση της Προβηγκίας, που επιχειρεί να αναπλάσει το μύθο της ευλογίας του αλατιού στην εκκλησία, κάτι που δεν υπήρξε ποτέ και αρνείται την πραγματικότητα της μετανάστευσης Αρμενίων, Ελλήνων και Ιταλών παραχαράσσοντας την ιστορία της περιοχής.
Ποια ήταν τα πολιτικά ρεύματα ανάμεσα στους Έλληνες πριν και τώρα;
Η ελληνική κοινότητα ήταν κλειστή και κοινωνικά συνεκτική. Ήταν όλοι εργάτες, προλετάριοι και η δημιουργία του ισχυρού συνδικάτου CGT, το οποίο ήταν υπό τη διεύθυνση των κομμουνιστών, ασκούσε πολύ ισχυρή επιρροή. Δεν ήταν πολλοί οι οργανωμένοι στο Κομμουνιστικό Κόμμα, γιατί κατά τη δεκαετία του τριάντα, υπήρχε μια νομοθεσία κατά των ξένων. Για παράδειγμα, ένας από αυτούς, ο Mισέλ Μαθιανάκης, ο οποίος είχε ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα, είχε αρνηθεί τη γαλλική υπηκοότητα, είχε εξοριστεί στην Ελλάδα επί Μεταξά κι έτσι ήταν πολλοί που φοβούνταν ότι θα απελαθούν. Και αν συνέβαινε αυτό, δε θα είχαν πλέον πατρίδα. Έτσι ήταν μεν μέλη των συνδικάτων, αλλά δεν ήταν απαραίτητα μέλη του κόμματος. Το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε πάντα μεγάλη επιρροή πάνω τους, ήταν ως επί το πλείστον μια κοινότητα αριστερών, αρκετά μαχητική και δομημένη από το συνδικάτο. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη δομή της κοινότητας πολύ θρησκευόμενη που είχε σαν σταθερά της την ορθοδοξία. Στην οικογένειά μου ήταν όλοι κομμουνιστές αγωνιστές, εργάτες που σύντομα απομακρύνθηκαν από την εκκλησία και αναζήτησαν την ελληνικότητά τους εκτός ορθοδοξίας. Αλλά υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα της κοινότητας, πιο συντηρητικό, που συνεχίζει να ταυτίζεται με την εκκλησία.
Είναι αλήθεια ότι υπήρχαν ελευθεριακά και αναρχικά ρεύματα;
Οι αναρχικοί ήταν οι Ισπανοί και όχι οι Έλληνες, οι οποίοι δεν είχαν ιδιαίτερη πολιτική καλλιέργεια. Και η εταιρεία παραγωγής, Pechiney, φρόντιζε για την ελαχιστοποίηση της επιρροής των συνδικάτων. Όπως και της εκκλησίας. Γι'αυτό και άργησε πολύ να χτιστεί, μόλις το 1953. Η εταιρεία φοβούνταν οτιδήποτε που θα μπορούσε να ξεφύγει από το έλεγχό της. Οπότε κι οι άνθρωποι ζούσαν με το φόβο να μην κυνηγηθούν, απέφευγαν να τραβήξουν την προσοχή και πρέπει να το ξαναπώ ότι δεν είχαν πραγματική καλλιέργεια. Γι αυτό δεν ήταν μεγάλη και η επιρροή τους στην περιοχή. Αντίστρόφως, υπήρξε μια μικρή επιρροή της περιοχής πάνω τους, όπως η υιοθέτηση των παιχνιδιών με τους ταύρους της περιοχής της Καμάργκ. Κι αυτοί πάντα λένε "είμαστε από την Ελλάδα και από την Καμάργκ". Μιλώ για την πρώτη γενιά. Οι Έλληνες είναι γνωστοί για την υψηλή ικανότητα ενσωμάτωσής τους, είναι μια κουλτούρα της διασποράς και η τρίτη γενιά είναι πλήρως ενσωματωμένη. Οι δύο πρώτες γενιές μιλούσαν πολύ λίγο για την Ελλάδα, ήταν πάρα πολύ επίπονο, έπρεπε να ενσωματωθούν. Έτσι, δεν έχουμε πολλές μαρτυρίες για το παρελθόν τους, που ήταν επώδυνο. Η δεύτερη γενιά μιλούσε λίγο περισσότερο. Ως επί το πλείστον, η δική μας γενιά και η επόμενη, επιχειρεί μια μεγάλη επιστροφή στις ρίζες της. Ίσως επειδή έχουν ενσωματωθεί πλήρως, είναι πιο ήσυχοι, δεν υπάρχει πλέον κίνδυνος, δεν έχουν τίποτα να αποδείξουν.
Υπήρχαν απεργίες;
Ναι, είχαν γίνει ορισμένες πολύ σκληρές απεργίες. Για παράδειγμα, επειδή είχαν την ιδιότητα του αγρότη, ως συλλέκτες αλατιού. Το στάτους των αγροτών στη Γαλλία δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο σε σχέση με τους βιομηχανικούς εργάτες κι έτσι, ενώ εργάζονταν περισσότερο, κέρδιζαν λιγότερα. Είχαν γίνει πολύ σκληρές απεργίες για να αποκτήσουν το στάτους βιομηχανικού εργάτη. Έκαναν μεγάλες απεργίες, επίσης, για να πάνε στις 38 ώρες. Ναι, υπήρχαν μεγάλες απεργίες. Αλλά έχουμε πολύ λίγες πληροφορίες.
Ποια ήταν η στάση της τοπικής κοινωνίας απέναντί τους; Οι συνομιλητές σας κάνουν λόγο για «βρωμοέλληνες», μια έκφραση που άκουγαν συχνά.
Αυτό συνέβαινε ιδιαίτερα στα φοβερά χρόνια της δεκαετίας του τριάντα, που η Γαλλία χαρακτηρίζονταν από ξενοφοβία και ρατσισμό. Όταν παρέμειναν στη γειτονιά τους, δεν υπήρχε ρατσισμός. Tον αντιμετώπιζαν όταν έρχονταν σε επαφή με τους Γάλλους ή με τους επιστάτες του εργοστασίου ή όταν πήγαιναν στην άλλη συνοικία-πόλη, τη Solvay, όπου υπήρχαν περισσότεροι Γάλλοι. Το «βρωμοέλληνες» το άκουγαν όλη την ώρα, ο θείος μου λέει στην ταινία «μας αντιμετώπιζαν όλη την ώρα ως ‘βρωμοέλληνες’ που δε δίναμε πια σημασία. Πλέον δε μας πείραζε καν». Υπήρχε ακόμα ο ρατσισμός των δασκάλων στα σχολεία, υπήρχε μια ξενοφοβική Γαλλία, όπως είναι και τώρα απέναντι στους τελευταίους μετανάστες. Τα έζησαν αυτά, σίγουρα, ειδικά οι Έλληνες της πρώτης και δεύτερης γενιάς. Τώρα είναι εντελώς ενσωματωμένοι σε όλα.
Γιατί το βιβλίο σας είναι το πρώτο βιβλίο για την ελληνική διασπορά στη Γαλλία; Δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα σχετικά με αυτή την πτυχή της ελληνικής και γαλλικής ιστορίας. Για ποιο λόγο;
Ένας από τους συναδέλφους σας στη Θεσσαλονίκη με ρώτησε το ίδιο, ακριβώς γιατί δεν γνώριζε. Έτσι κατάλαβα ότι και η Ελλάδα αγνοεί την ιστορία της. Υπάρχει ένα κενό στην ιστορία της μετανάστευσης. Ακόμη και στo Εθνικό Ινστιτούτο Ιστορίας της Μετανάστευσης στο Παρίσι, ένα πολύ καλό και ιδιαίτερα πλήρες ινστιτούτο, υπάρχει ένα κενό. Δεν υπάρχει ούτε μια ελληνική αναφορά. Αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Έψαξα πολύ, δε βρήκα τίποτα σχετικά με την ιστορία αυτή, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Στο βιβλίο μου δίνω κάποιες εξηγήσεις. Η Ελλάδα για τους Γάλλους είναι η γη του Πλάτωνα, του Σωκράτη, των τραγικών ποιητών κλπ. και ξεχνούν τα τετρακόσια χρόνια οθωμανικής κυριαρχίας ή ότι πρόκειται για μια χώρα με μεγάλη φτώχεια. Η κρίση μας το θυμίζει τώρα αυτό. Είναι, έπειτα, η φαντασίωση του μπλε και του λευκού νησιού, της Μυκόνου κλπ. Ακόμα και οι καθηγητές των αρχαίων ελληνικών ενδιαφέρονται ελάχιστα για τη σύγχρονη Ελλάδα. Είναι μια μυθική ανακατασκευή και η σημερινή ελληνική κρίση έρχεται να θυμίσει ένα γεγονός, το οποίο οι Γάλλοι έχουν αποκρύψει. Αυτός είναι ο λόγος που στην ιστορία της μετανάστευσης δεν υπάρχει τίποτα, κάτι που είναι σκανδαλώδες. Ελπίζω να έχω καταφέρει να ανοίξω ένα μονοπάτι προς αυτή την κατεύθυνση. Νομίζω ότι αν το βιβλίο μου είχε τόσο καλή απήχηση σε πολλές ελληνικές οργανώσεις στη Γαλλία, είναι γιατί πιστεύω ότι έρχεται να καλύψει αυτό το κενό.
Πώς σχολιάζετε τη νέα ελληνική έξοδο; «Η χώρα δεν έχει τελειώσει με την εξορία» λέτε μέσα στο βιβλίο.
Ο παππούς μου ένιωθε πάντα τον πόνο της εξορίας, νόμιζε ότι ήταν το τίμημα που πλήρωνε για να εξασφαλίσει την ευτυχία και την επιβίωση των δικών του. Κι η ίδια ιστορία ανανεώνεται. Το βλέπουμε και στη σύγχρονη Ελλάδα. Όταν πάω στην οικογένειά μου στην Κάλυμνο, βλέπω ότι τα κορίτσια έχουν παραμείνει εκεί ενώ οι γιοι είναι στο Ζαΐρ, στην Αυστραλία, ακόμη και στην Τουρκία. Επειδή το νησί βιώνει εκ νέου μια ακραία δυστυχία, η μετανάστευση είναι απαραίτητη και η ελληνική νεολαία, στην πιο δυναμική της φάση, αναγκάζεται να φύγει. Είναι πολύ συγκινητικό το ότι ακολουθούν την τύχη των προγόνων τους.
Οι Έλληνες ήρθαν για να «κάνουν τις δουλειές που δεν ήθελαν να κάνουν οι Γάλλοι» ή «για να φάνε το ψωμί των Γάλλων» είναι εκφράσεις που διαβάζουμε μέσα στο βιβλίο και που ακούμε συχνά και στην Ελλάδα απέναντι στους μετανάστες εργάτες. Πώς το σχολιάζετε εσείς αυτό;
Ναι, η ιστορία δεν έχει προχωρήσει. Το βλέπουμε και με το Ισραήλ αυτό. Εμένα αυτό που με στεναχωρεί είναι όταν βλέπω κάποιους Έλληνες να αναπαράγουν την ίδια συμπεριφορά προς τους τελευταίους μετανάστες, την οποία οι ίδιοι έχουν υποστεί. Πιστεύω ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να βιώνει μια κατάσταση κρίσης που προκαλεί ξενοφοβικά φαινόμενα απόρριψης του «άλλου» και αποκρυστάλλωσης της προσωπικής δυστυχίας στον «άλλο», που ήρθε να εγκατασταθεί στον ίδιο τόπο μετά. Είναι παντού το ίδιο φαινόμενο, ίσως να αποτελεί για κάποιους ένδειξη ενσωμάτωσης αλλά είναι πολύ λυπηρό. Βέβαια δεν είναι όλοι έτσι. Αν δείτε στην ταινία, νέοι Έλληνες δεκαέξι ετών που μιλούν γαλλικά και είναι πολύ σωβινιστές υπέρ της Ελλάδας, ωστόσο λένε πως γνωρίζουν ότι οι παππούδες τους είχαν δεχθεί παρόμοιες προσβολές κι έτσι δεν μπορούν να αναπαράγουν το ίδιο μοτίβο. Ένας από αυτούς λέει ότι ένας κοσμοπολίτικος κόσμος, τελικά, είναι πολύ πιο όμορφος. Με κάνει να χαίρομαι η νεολαία της τέταρτης γενιάς, γιατί δεν ξεχνούν από πού προέρχονται.
http://tvxs.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου