Γράφει ο Αλέξανδρος Τάρκας
Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ, την προσεχή εβδομάδα στην Ουαλία, σηματοδοτεί, αν και δεν πρόκειται να διατυπωθεί δημόσια, την αναγκαστική «επιστροφή στο μέλλον» του Β΄ Ψυχρού Πολέμου.
Η ψυχροπολεμική ορολογία απορρίπτεται κατηγορηματικά, επί μήνες, από την Ουάσινγκτον, με τις επισημάνσεις ότι η Ρωσία δεν είναι πλέον υπερδύναμη, ότι οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν αντιπαράθεση και ότι δεν υπάρχουν διαφωνίες με τους Ευρωπαίους συμμάχους. Στην πραγματικότητα, όλα τα χαρακτηριστικά της ουκρανικής κρίσης παραπέμπουν σε σκηνικό που, τουλάχιστον, ομοιάζει με τις προ του 1990 παγκόσμιες ισορροπίες.
Συνυπολογίζοντας μάλιστα τους αστάθμητους παράγοντες της ισλαμικής εξάπλωσης στη Μέση Ανατολή, τις συνθήκες αναρχίας σε χώρες της Βόρειας Αφρικής και την πρωτοφανή πλημμυρίδα μεταναστών στη Μεσόγειο, η δυσάρεστη αλήθεια είναι ότι η Ευρώπη φεύγει από την εποχή της μακαριότητας. Επιστρέφει στη στοιχειώδη αρχή ότι η οικονομική ανάπτυξη εξασφαλίζεται μόνο σε περιβάλλον εξωτερικής και εσωτερικής ασφάλειας.
Ειδικά για την Ελλάδα, η παρούσα συγκυρία (και ο φόβος επιδείνωσης) είναι πολλαπλά ατυχής: Πρώτον, κλονίζεται η ενεργειακή ασφάλειά της, καθώς εξαρτάται κατά 55% από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και αργεί ακόμα η αξιοποίηση της εναλλακτικής λύσης προμήθειας υγροποιημένου αερίου (LNG). Δεύτερον, η Ε.Ε. δεν δείχνει καμία διάθεση ανακούφισης της Αθήνας με αλλαγές στο «Δουβλίνο ΙΙ» για την παραμονή παράνομων μεταναστών στην κοινοτική χώρα εισόδου τους. Τρίτον, καθώς η Δύση κατανοεί ότι δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στην Τουρκία (αν και θα την έχει ανάγκη επί μακρόν), η Ελλάδα μετατρέπεται, πραγματικά, στο απώτατο σύνορο της Ευρώπης με έναν πολύ επικίνδυνο κόσμο.
Σε αυτό το πλαίσιο, το πρώτο ορόσημο είναι η σύνοδος του ΝΑΤΟ, με τον (απερχόμενο) γενικό γραμματέα Α. Ράσμουσεν να προτείνει ένα «Σχέδιο Δράσης Ετοιμότητας», ώστε η συμμαχία να μπορεί να δρα πιο γρήγορα και ευέλικτα. Μολονότι, όπως είναι λογικό, τηρείται αυστηρό απόρρητο, έγκυρες ελληνικές και ξένες πηγές αναφέρουν ότι «είναι το ελάχιστο που μπορεί να αποφασιστεί», καθώς οι αναλυτές του ΝΑΤΟ υπογραμμίζουν ότι «η Ρωσία έχει δείξει τη δυνατότητα, αλλά και την πρόθεσή της να αναλάβει σημαντική στρατιωτική δράση. Η Ρωσία μπορεί να αποτελέσει τοπικό ή περιφερειακό στρατιωτικό κίνδυνο σε σύντομο χρονικό διάστημα και σε περιοχή της επιλογής της»!
Οι εκτιμήσεις αυτές (πολύ διαφορετικές από τη σύνοδο στη Λισαβόνα τον Νοέμβριο του 2010, όταν η Ρωσία χαρακτηριζόταν «όχι πια αντίπαλος, αλλά στρατηγικός εταίρος») προφανέστατα παραπέμπουν σε Ψυχρό Πόλεμο, απαιτώντας ευαίσθητους χειρισμούς από την ελληνική κυβέρνηση. Από την αρχή της οικονομικής κρίσης η Ελλάδα συρρίκνωσε τη συμμετοχή της σε διεθνείς αποστολές του ΝΑΤΟ, αλλά τώρα είναι δύσκολο ή και ασύμφορο να αρνηθεί νέους συμμαχικούς σχεδιασμούς, όπως η αύξηση των «Μόνιμων Ναυτικών Δυνάμεων» ή η υποστήριξη της Δύναμης Αντίδρασης.
Μια ευέλικτη διπλωματική τακτική της Ελλάδας (με εκπλήρωση των συμμαχικών υποχρεώσεων και εξυπηρέτηση των άμεσων εθνικών συμφερόντων, χωρίς έκθεση σε περιττούς κινδύνους) θα βασιζόταν, αφενός, στην αποχή από τις δράσεις με αφορμή την Ουκρανία και, αφετέρου, στη δραστήρια παρουσία μας στον χώρο της Μεσογείου, όπου οι συνθήκες, επίσης, επιβάλλουν τη αύξηση δυνάμεων του ΝΑΤΟ.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Δημοκρατία
Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ, την προσεχή εβδομάδα στην Ουαλία, σηματοδοτεί, αν και δεν πρόκειται να διατυπωθεί δημόσια, την αναγκαστική «επιστροφή στο μέλλον» του Β΄ Ψυχρού Πολέμου.
Η ψυχροπολεμική ορολογία απορρίπτεται κατηγορηματικά, επί μήνες, από την Ουάσινγκτον, με τις επισημάνσεις ότι η Ρωσία δεν είναι πλέον υπερδύναμη, ότι οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν αντιπαράθεση και ότι δεν υπάρχουν διαφωνίες με τους Ευρωπαίους συμμάχους. Στην πραγματικότητα, όλα τα χαρακτηριστικά της ουκρανικής κρίσης παραπέμπουν σε σκηνικό που, τουλάχιστον, ομοιάζει με τις προ του 1990 παγκόσμιες ισορροπίες.
Συνυπολογίζοντας μάλιστα τους αστάθμητους παράγοντες της ισλαμικής εξάπλωσης στη Μέση Ανατολή, τις συνθήκες αναρχίας σε χώρες της Βόρειας Αφρικής και την πρωτοφανή πλημμυρίδα μεταναστών στη Μεσόγειο, η δυσάρεστη αλήθεια είναι ότι η Ευρώπη φεύγει από την εποχή της μακαριότητας. Επιστρέφει στη στοιχειώδη αρχή ότι η οικονομική ανάπτυξη εξασφαλίζεται μόνο σε περιβάλλον εξωτερικής και εσωτερικής ασφάλειας.
Ειδικά για την Ελλάδα, η παρούσα συγκυρία (και ο φόβος επιδείνωσης) είναι πολλαπλά ατυχής: Πρώτον, κλονίζεται η ενεργειακή ασφάλειά της, καθώς εξαρτάται κατά 55% από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και αργεί ακόμα η αξιοποίηση της εναλλακτικής λύσης προμήθειας υγροποιημένου αερίου (LNG). Δεύτερον, η Ε.Ε. δεν δείχνει καμία διάθεση ανακούφισης της Αθήνας με αλλαγές στο «Δουβλίνο ΙΙ» για την παραμονή παράνομων μεταναστών στην κοινοτική χώρα εισόδου τους. Τρίτον, καθώς η Δύση κατανοεί ότι δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στην Τουρκία (αν και θα την έχει ανάγκη επί μακρόν), η Ελλάδα μετατρέπεται, πραγματικά, στο απώτατο σύνορο της Ευρώπης με έναν πολύ επικίνδυνο κόσμο.
Σε αυτό το πλαίσιο, το πρώτο ορόσημο είναι η σύνοδος του ΝΑΤΟ, με τον (απερχόμενο) γενικό γραμματέα Α. Ράσμουσεν να προτείνει ένα «Σχέδιο Δράσης Ετοιμότητας», ώστε η συμμαχία να μπορεί να δρα πιο γρήγορα και ευέλικτα. Μολονότι, όπως είναι λογικό, τηρείται αυστηρό απόρρητο, έγκυρες ελληνικές και ξένες πηγές αναφέρουν ότι «είναι το ελάχιστο που μπορεί να αποφασιστεί», καθώς οι αναλυτές του ΝΑΤΟ υπογραμμίζουν ότι «η Ρωσία έχει δείξει τη δυνατότητα, αλλά και την πρόθεσή της να αναλάβει σημαντική στρατιωτική δράση. Η Ρωσία μπορεί να αποτελέσει τοπικό ή περιφερειακό στρατιωτικό κίνδυνο σε σύντομο χρονικό διάστημα και σε περιοχή της επιλογής της»!
Οι εκτιμήσεις αυτές (πολύ διαφορετικές από τη σύνοδο στη Λισαβόνα τον Νοέμβριο του 2010, όταν η Ρωσία χαρακτηριζόταν «όχι πια αντίπαλος, αλλά στρατηγικός εταίρος») προφανέστατα παραπέμπουν σε Ψυχρό Πόλεμο, απαιτώντας ευαίσθητους χειρισμούς από την ελληνική κυβέρνηση. Από την αρχή της οικονομικής κρίσης η Ελλάδα συρρίκνωσε τη συμμετοχή της σε διεθνείς αποστολές του ΝΑΤΟ, αλλά τώρα είναι δύσκολο ή και ασύμφορο να αρνηθεί νέους συμμαχικούς σχεδιασμούς, όπως η αύξηση των «Μόνιμων Ναυτικών Δυνάμεων» ή η υποστήριξη της Δύναμης Αντίδρασης.
Μια ευέλικτη διπλωματική τακτική της Ελλάδας (με εκπλήρωση των συμμαχικών υποχρεώσεων και εξυπηρέτηση των άμεσων εθνικών συμφερόντων, χωρίς έκθεση σε περιττούς κινδύνους) θα βασιζόταν, αφενός, στην αποχή από τις δράσεις με αφορμή την Ουκρανία και, αφετέρου, στη δραστήρια παρουσία μας στον χώρο της Μεσογείου, όπου οι συνθήκες, επίσης, επιβάλλουν τη αύξηση δυνάμεων του ΝΑΤΟ.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Δημοκρατία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου