του Μητροπολίτη Καστορίας Σεραφείμ
Γράφοντας ο στύλος της Ορθοδοξίας, ο Μέγας Αθανάσιος, την θαυμαστή πολιτεία του καθηγητού της ερήμου, προκειμένου να αποσταλεί ως έκθεση και κείμενο αγιολογικό στους μοναχούς της Δύσεως, υπογραμμίζει πώς όχι μόνον αυτός που διαβάζει τον βίο και την πολιτεία, αλλά και μόνο που μνημονεύει του ονόματος του Μεγάλου Αντωνίου, έχει μέγα κέρδος.
Μνημονεύουμε τους Αγίους μας, γιατί μας είναι απαραίτητοι ως πρότυπα στην ζωή μας. Θυμόμαστε τους Αγίους μας, διότι χρειαζόμαστε τη διδασκαλία τους, που είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος και άρα καθίσταται διαχρονική και επίκαιρη.
Μνημονεύουμε τους Αγίους μας, επειδή έχουμε ανάγκη από τον τρόπο ζωής τους.
Καταφεύγουμε στους Αγίους μας, αφού είναι οι φίλοι του Χριστού και άρα οι θερμότατοι πρεσβευτές στο Θρόνο της Θείας Μεγαλοσύνης. Πόσο συγκινητικές είναι οι προτροπές στη Θεία Λειτουργία: «μετά πάντων των Αγίων μνημονεύσαντες εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών ...»!
Έχουμε ανάγκη τους Αγίους, γιατί χρειαζόμαστε την σταθερότητα που είχαν, την πίστη που διέθεταν και τις προσευχές που έκαναν. Με αυτά νίκησαν τον άρχοντα του σκότους και έγιναν Υιοί Φωτός. Ακριβώς αυτά τα τρία χαρακτηριστικά ζωγραφίζει στον βίο του ο Μέγας Αθανάσιος περιγράφοντας τους πειρασμούς που υπέμεινε.
«Ο μισόκαλος και φθονερός διάβολος δεν άντεχε να βλέπη εις ένα νέον (τον Αντώνιον) τέτοιαν ιεράν διάθεσιν. Αλλ' αυτά που εσκέπτετο να κάνη εις άλλους (νέους) ανθρώπους, επιχειρεί να κάνει και εις αυτόν. Και πρώτον προσπαθούσε να τον αποσπάση από την ζωήν της ασκήσεως και του έφερε την ανάμνησιν των κτημάτων, που είχεν εις την πατρίδα του, επίσης την προστασίαν της αδελφής του, την επικοινωνίαν με τους συγγενείς, την φιλαργυρίαν, την φιλοδοξίαν, την ευχαρίστησιν εις τα φαγητά και τις άλλες ανέσεις του βίου. Τελικώς την σκέψιν, ότι η αρετή της ασκήσεως είναι δύσκολος και είναι δι' αυτήν πολύς ο κόπος. Ακόμη του υπενθύμιζε και την αδυναμίαν του σώματος και το μήκος του χρόνου...
Όταν όμως ο εχθρός εκατάλαβε την αδυναμίαν του να νικήση την αγαθήν διάθεσιν του Αντωνίου και ότι μάλλον ενικάτο από την σταθερότητα εκείνου και ανετρέπετο από την μεγάλην πίστιν του και κατενικάτο από τις συνεχείς προσευχές του Αντωνίου, τότε πλέον...προσέρχεται να πολεμήση κατά του νεαρού Αντωνίου με νέα όπλα και πειρασμούς. Και την μεν νύκτα εζήτει να τον τρομοκρατήση με θορύβους φοβερούς, την δε ημέραν τόσον τον ενωχλούσε, ώστε και οι γύρω που έβλεπαν, αντιλαμβάνονταν ότι γίνεται μεταξύ των πάλη. Ο μεν σατανάς του υπέβαλλεν ακαθάρτους λογισμούς, ο δε Αντώνιος τούς ανέτρεπε με τις προσευχές του. Ο μεν διάβολος τον ερέθιζε, εκείνος δε, ωσάν να εκοκκίνιζεν από συστολήν, με την πίστιν και τις προσευχές και με τις νηστείες περιετείχιζε το σώμα του. Ο μεν μισόκαλος, ο άθλιος, επέμενε και ελάμβανε την νύκτα σχήμα και μορφήν γυναικός και κάθε τρόπον εμιμείτο, με τον μόνον σκοπόν να εξαπατήση τον Αντώνιον. Ο δε Άγιος ενεθυμείτο τον Χριστόν και την ευγένειαν που του εχάρισεν ο Χριστός, εσκέπτετο την λογικήν ψυχήν του και με αυτά έσβηνε την φωτιά της απάτης εκείνου...
Όλα αυτά συνέβαιναν εις καταισχύνην του εχθρού. Διότι συνεργούσε (εβοηθούσε) ο Κύριος, ο οποίος δι' ημάς έγινε άνθρωπος και με το σώμα Του επέτυχε την νίκην κατά του διαβόλου. Έτσι, ώστε καθένας από τους αγωνιζόμενους Χριστιανούς να ημπορή να λέγη (όπως και ο απόστολος Παύλος) : Όχι εγώ (δεν το κατώρθωσα εγώ), αλλά η χάρις του Θεού, που ήτο μαζί μου.»
Σε αυτόν τον ασκητή καταφεύγουμε κι εμείς, μετά τον Θεό, για τους δικούς μας πειρασμούς. Αυτόν ζητάμε ως καθοδηγό της ζωής μας και δικαίως τον χαιρετίζουμε μαζί με τον ιερό υμνογράφο: «Τον ασκητήν του Κυρίου ύμνοις τιμήσωμεν, ως νεκρώσαντα πάσας τας προσβολάς των παθών, δι' εγκρατείας και στερράς υπομονής αληθώς και καταισχύσαντα σφοδρώς, τον αντίπαλον εχθρόν, και πάσας τούτου επάρσεις. και νυν πρεσβεύοντα τω Κυρίω, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών».
Γράφοντας ο στύλος της Ορθοδοξίας, ο Μέγας Αθανάσιος, την θαυμαστή πολιτεία του καθηγητού της ερήμου, προκειμένου να αποσταλεί ως έκθεση και κείμενο αγιολογικό στους μοναχούς της Δύσεως, υπογραμμίζει πώς όχι μόνον αυτός που διαβάζει τον βίο και την πολιτεία, αλλά και μόνο που μνημονεύει του ονόματος του Μεγάλου Αντωνίου, έχει μέγα κέρδος.
Μνημονεύουμε τους Αγίους μας, γιατί μας είναι απαραίτητοι ως πρότυπα στην ζωή μας. Θυμόμαστε τους Αγίους μας, διότι χρειαζόμαστε τη διδασκαλία τους, που είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος και άρα καθίσταται διαχρονική και επίκαιρη.
Μνημονεύουμε τους Αγίους μας, επειδή έχουμε ανάγκη από τον τρόπο ζωής τους.
Καταφεύγουμε στους Αγίους μας, αφού είναι οι φίλοι του Χριστού και άρα οι θερμότατοι πρεσβευτές στο Θρόνο της Θείας Μεγαλοσύνης. Πόσο συγκινητικές είναι οι προτροπές στη Θεία Λειτουργία: «μετά πάντων των Αγίων μνημονεύσαντες εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών ...»!
Έχουμε ανάγκη τους Αγίους, γιατί χρειαζόμαστε την σταθερότητα που είχαν, την πίστη που διέθεταν και τις προσευχές που έκαναν. Με αυτά νίκησαν τον άρχοντα του σκότους και έγιναν Υιοί Φωτός. Ακριβώς αυτά τα τρία χαρακτηριστικά ζωγραφίζει στον βίο του ο Μέγας Αθανάσιος περιγράφοντας τους πειρασμούς που υπέμεινε.
«Ο μισόκαλος και φθονερός διάβολος δεν άντεχε να βλέπη εις ένα νέον (τον Αντώνιον) τέτοιαν ιεράν διάθεσιν. Αλλ' αυτά που εσκέπτετο να κάνη εις άλλους (νέους) ανθρώπους, επιχειρεί να κάνει και εις αυτόν. Και πρώτον προσπαθούσε να τον αποσπάση από την ζωήν της ασκήσεως και του έφερε την ανάμνησιν των κτημάτων, που είχεν εις την πατρίδα του, επίσης την προστασίαν της αδελφής του, την επικοινωνίαν με τους συγγενείς, την φιλαργυρίαν, την φιλοδοξίαν, την ευχαρίστησιν εις τα φαγητά και τις άλλες ανέσεις του βίου. Τελικώς την σκέψιν, ότι η αρετή της ασκήσεως είναι δύσκολος και είναι δι' αυτήν πολύς ο κόπος. Ακόμη του υπενθύμιζε και την αδυναμίαν του σώματος και το μήκος του χρόνου...
Όταν όμως ο εχθρός εκατάλαβε την αδυναμίαν του να νικήση την αγαθήν διάθεσιν του Αντωνίου και ότι μάλλον ενικάτο από την σταθερότητα εκείνου και ανετρέπετο από την μεγάλην πίστιν του και κατενικάτο από τις συνεχείς προσευχές του Αντωνίου, τότε πλέον...προσέρχεται να πολεμήση κατά του νεαρού Αντωνίου με νέα όπλα και πειρασμούς. Και την μεν νύκτα εζήτει να τον τρομοκρατήση με θορύβους φοβερούς, την δε ημέραν τόσον τον ενωχλούσε, ώστε και οι γύρω που έβλεπαν, αντιλαμβάνονταν ότι γίνεται μεταξύ των πάλη. Ο μεν σατανάς του υπέβαλλεν ακαθάρτους λογισμούς, ο δε Αντώνιος τούς ανέτρεπε με τις προσευχές του. Ο μεν διάβολος τον ερέθιζε, εκείνος δε, ωσάν να εκοκκίνιζεν από συστολήν, με την πίστιν και τις προσευχές και με τις νηστείες περιετείχιζε το σώμα του. Ο μεν μισόκαλος, ο άθλιος, επέμενε και ελάμβανε την νύκτα σχήμα και μορφήν γυναικός και κάθε τρόπον εμιμείτο, με τον μόνον σκοπόν να εξαπατήση τον Αντώνιον. Ο δε Άγιος ενεθυμείτο τον Χριστόν και την ευγένειαν που του εχάρισεν ο Χριστός, εσκέπτετο την λογικήν ψυχήν του και με αυτά έσβηνε την φωτιά της απάτης εκείνου...
Όλα αυτά συνέβαιναν εις καταισχύνην του εχθρού. Διότι συνεργούσε (εβοηθούσε) ο Κύριος, ο οποίος δι' ημάς έγινε άνθρωπος και με το σώμα Του επέτυχε την νίκην κατά του διαβόλου. Έτσι, ώστε καθένας από τους αγωνιζόμενους Χριστιανούς να ημπορή να λέγη (όπως και ο απόστολος Παύλος) : Όχι εγώ (δεν το κατώρθωσα εγώ), αλλά η χάρις του Θεού, που ήτο μαζί μου.»
Σε αυτόν τον ασκητή καταφεύγουμε κι εμείς, μετά τον Θεό, για τους δικούς μας πειρασμούς. Αυτόν ζητάμε ως καθοδηγό της ζωής μας και δικαίως τον χαιρετίζουμε μαζί με τον ιερό υμνογράφο: «Τον ασκητήν του Κυρίου ύμνοις τιμήσωμεν, ως νεκρώσαντα πάσας τας προσβολάς των παθών, δι' εγκρατείας και στερράς υπομονής αληθώς και καταισχύσαντα σφοδρώς, τον αντίπαλον εχθρόν, και πάσας τούτου επάρσεις. και νυν πρεσβεύοντα τω Κυρίω, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου