Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Η Τουρκία πρέπει να υποχωρήσει!!!

Η Τουρκία πρέπει να υποχωρήσει!!!
Μοναδική διέξοδος από την κρίση σχετικά με την εξόρυξη του φυσικού αερίου είναι η τουρκική υποχώρηση και η παύση της παράνομης δραστηριότητας εντός της κυπριακής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), είτε αυτοβούλως από την ίδια την Τουρκία είτε μετά από ισχυρές διεθνείς πιέσεις.
Βασικό πρόβλημα του τουρκικού εκβιασμού στο θέμα του φυσικού αερίου είναι το γεγονός ότι βασίζεται στην προϋπόθεση ότι κάποιος από τους αναγκαίους παίκτες (είτε η ελληνική πολιτική ηγεσία – ελλαδική και κυπριακή – είτε οι μεγάλες δυνάμεις είτε οι εταιρίες εξόρυξης) έχει επαρκώς μεγάλη αποστροφή στο ρίσκο ώστε να παύσει (υπό τον φόβο της άσκησης βίας από την πλευρά της Τουρκίας) η εξορυκτική δραστηριότητα μέχρι να εξασφαλισθεί η τουρκική συναίνεση στο τρόπο διανομής των κερδών από την εξαγωγή των παραγόμενων ποσοτήτων.
Συγκεκριμένα, η στρατηγική της τουρκικής πλευράς συνίσταται στην δημιουργία παραστάσεων απειλής, με σκοπό να επηρεαστούν οι λήπτες απόφασης κάποιου από τους παίκτες του συνασπισμού εξόρυξης του φυσικού αερίου και να παγώσει η διαδικασία των γεωτρήσεων μέχρι να υπάρξει πολιτική λύση στο θέμα. 
Το πρόβλημα με αυτήν την προσέγγιση είναι ότι δεδομένης της αξίας του φυσικού αερίου και δεδομένης της πρότερης τουρκικής συμπεριφοράς στην περιοχή δύσκολα κάποιος από τους τοπικούς παίκτες με δυνατότητα απάντησης με άσκηση βίας θα είναι διατεθειμένος να υποκύψει στον τουρκικό εκβιασμό, ακόμη και αν η στάση αυτή οδηγήσει σε σύγκρουση. Με άλλα λόγια, ο τουρκικός εκβιασμός θέτει σε κίνδυνο αξίες τις οποίες για να προστατεύσουν οι τοπικοί δρώντες είναι μάλλον διατεθειμένοι να ασκήσουν βία και να καταβάλουν μεγάλο κόστος και συνεπώς θέτει σε κίνδυνο και την ευρύτερη σταθερότητα της περιοχής.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι εξαιρετικά χρήσιμο η διεθνής κοινότητα να προχωρήσει στις απαραίτητες κατασταλτικές ενέργειες ώστε να οδηγήσει την Τουρκία σε μονομερή υποχώρηση.

Η αύξηση του ρίσκου ως στρατηγική εκβιασμού προϋποθέτει την ύπαρξη από πλευράς αντιπάλου χαμηλότερης αποτίμησης για το υπό αμφισβήτηση πολιτικό ζήτημα σε σχέση με το κόστος μίας σύγκρουσης. Βασική μέθοδος αύξησης του ρίσκου είναι η λήψη μέτρων που επιδεικνύουν την βούληση του εκβιαστή να ασκήσει βία για να προστατέψει τα συμφέροντά του. Σε αυτό το πλαίσιο, η κατάληξη του εκβιασμού επηρεάζεται από το κίνητρο που το θύμα έχει για να προστατεύσει με την σειρά του τα δικά του συμφέροντα που εμπλέκονται στην αντιπαράθεση και από το αναμενόμενο κόστος της σύγκρουσης. Αν το κόστος της σύγκρουσης είναι δυσβάσταχτο για το θύμα ή αν η αποτίμηση του διακυβεύματος είναι χαμηλή, τότε ο εκβιασμός θα έχει θετική κατάληξη για τον θύτη. Αν αντιθέτως η αποτίμηση είναι υψηλή ή/και το κόστος της σύγκρουσης χαμηλό, ο εκβιασμός μάλλον θα αποτύχει.

Σε αυτό το πλαίσιο, η τουρκική στρατηγική συνίσταται στην αύξηση του ρίσκου μίας σύγκρουσης με την ελπίδα ότι κάποιος από τους αναγκαίους κρίκους της αλυσίδας παραγωγής, διανομής και ασφάλισης του φυσικού αερίου που βρίσκεται εντός της κυπριακής ΑΟΖ θα απαιτήσει επίλυση του πολιτικού ζητήματος πριν προχωρήσει στην διαδικασία της εξόρυξης. Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην απόκλιση των συμφερόντων και στην διαφορετική ιεράρχηση στόχων των κρίκων της αλυσίδας. Για παράδειγμα, οι εταιρίες εξόρυξης δεν έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το πώς θα διανεμηθεί το ποσοστό που θα παρακρατήσει η Κυπριακή Δημοκρατία από τα έσοδα των πωλήσεων του φυσικού αερίου. Αποδίδουν όμως μεγάλη αξία στην ύπαρξη ασφαλούς περιβάλλοντος και χαμηλών ασφαλίστρων εξόρυξης των φυσικών πόρων. Αντιστοίχως, ούτε οι μεγάλες δυνάμεις κόπτονται ιδιαιτέρως για το πώς θα μοιράσει το κυπριακό δημόσιο τα έσοδα. Ενδιαφέρονται όμως για την ύπαρξη σταθερότητας και την αποφυγή της σύγκρουσης στην Αν. Μεσόγειο.

Με βάση τα παραπάνω, η τουρκική στρατηγική φαίνεται αρχικώς ορθολογική. Αν δηλαδή η Τουρκία μπορεί να εκμεταλλευτεί την απόκλιση συμφερόντων μεταξύ των δρώντων για να μπήξει μία σφήνα στον συνασπισμό εξόρυξης του φυσικού αερίου, τότε κινήσεις όπως η κάθοδος του σεισμογραφικού με συνοδεία πολεμικών στην κυπριακή ΑΟΖ είναι μία εξαιρετική μέθοδος για την μεταβολή της αντίληψης του ρίσκου που έχουν τα μέρη του συνασπισμού. Η παραπάνω διαπίστωση ενισχύεται μάλιστα από το γεγονός ότι η Τουρκία μάλλον ορθώς εκτιμά ότι λόγω διαφόρων δομικών παραγόντων το σύνολο των διεθνών δρώντων θα ήθελε να αποφύγει μία στρατιωτική κλιμάκωση στην περιοχή. Με βάση αυτήν την ανάγνωση της κατάστασης και βασιζόμενη στην αυξημένη αξία που έχει η Τουρκία για τις δυτικές προτεραιότητες σε διάφορα ανοικτά θέματα στην Μέση Ανατολή και αλλού, η τουρκική ηγεσία μάλλον ποντάρει ότι με την δημιουργία μίας κρίσης θα αναγκάσει τις δυτικές δυνάμεις να πιέσουν την ελληνική πλευρά για να υποχωρήσει μονομερώς.

Το πρόβλημα με αυτήν την προσέγγιση είναι ότι αγνοεί την ύπαρξη σημαντικών συμφερόντων των τοπικών δρώντων τα οποία δύσκολα μπορούν να καμφθούν ακόμη και με ισχυρή εξωτερική πίεση. Συγκεκριμένα, υπάρχουν τουλάχιστον τρεις τοπικοί δρώντες οι οποίοι έχουν συμφέρον να κρατήσουν την Τουρκία εκτός της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στον τρόπο παραγωγής και διανομής του φυσικού αερίου, ενώ οι διεθνείς δρώντες δεν είναι απαραίτητο ότι θα επιδιώξουν να αποκαταστήσουν την σταθερότητα στην περιοχή μέσω μίας κατευναστικής στάσης απέναντι στην Τουρκία.

Εκτός από την Κύπρο (οι λόγοι για τους οποίους δεν επιθυμεί την εμπλοκή της Τουρκίας στην διαδικασία λήψης αποφάσεων για την εξόρυξη είναι μάλλον προφανείς) και το Ισραήλ έχει μάλλον ισχυρά συμφέροντα υπέρ της ελαχιστοποίησης της τουρκικής συμμετοχής στην διαδικασία. Η τουρκική στάση απέναντι στο Ισραήλ δεν φαίνεται να έχει παροδικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, τα υψηλά επίπεδα αντισημιτισμού που κυριαρχούν στο τουρκικό εκλογικό σώμα θα δημιουργούν πάντα έναν πειρασμό στην ηγεσία του ισχυρού ισλαμικού κόμματος AKP να χρησιμοποιήσει την εξωτερική πολιτική για εσωτερικά πολιτικά κέρδη, ειδικά σε εκλογικές αναμετρήσεις που θα λαμβάνουν χώρα σε περιόδους χαμηλών οικονομικών επιδόσεων. Είναι το Ισραήλ διατεθειμένο να εξαρτήσει έστω και οριακά τις εξαγωγές φυσικού αερίου από τους τουρκικούς πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους; Εν αντιθέσει μάλιστα με αυτήν την τουρκική συμπεριφορά, οι πολιτικές δυνάμεις σε Ελλάδα και Κύπρο έχουν αποδείξει ότι είναι διατεθειμένες να προχωρήσουν σε συνεργασία με το Ισραήλ ακόμη και υπό εξαιρετικά αντίξοες εκλογικές συνθήκες και με ενεργή αντισημιτική εκλογική παρουσία στην άκρα δεξιά πτέρυγα του ελλαδικού Κοινοβουλίου. Δεύτερον, η Τουρκία φαίνεται ότι εκτός από την ρητορική και πολιτική στήριξη που παρέχει σε όλα τα είδη παλαιστινιακών αιτημάτων είναι διατεθειμένη να παρέχει ανοχή, αν όχι ουσιαστική στήριξη σε τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Hamas. Τέλος, εκτός από το ρίσκο που προκύπτει από την τουρκική κυκλοθυμική πολιτική, το Ισραήλ έχει να κερδίσει από μια ενεργειακή συνεργασία με δύο κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είναι άλλωστε μία από τις μεγαλύτερες αγορές φυσικού αερίου παγκοσμίως.

Εκτός από την Κύπρο και το Ισραήλ, και η Αίγυπτος έχει συμφέρον να μην επιτρέψει την εμπλοκή της Τουρκίας στην περιφερειακή παραγωγή φυσικού αερίου. Συγκεκριμένα, η Αίγυπτος σχεδιάζει να καταναλώσει σημαντικές ποσότητες από το παραγόμενο φυσικό αέριο της περιοχής. Μία υποχώρηση επί της παρούσης – δηλαδή την στιγμή που διαμορφώνεται το βασικό πλαίσιο παραγωγής – ανοίγει τον δρόμο για μελλοντική εμπλοκή της Τουρκίας στην διανομή του φυσικού αερίου. Είναι διατεθειμένη η αιγυπτιακή πολιτική ηγεσία να εξαρτήσει μελλοντικά έστω και οριακά τις εισαγωγές φυσικού αερίου από την διάθεση της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας;

Με βάση τα παραπάνω, η τουρκική στρατηγική επιλογή να ξαναδημιουργήσει (μετά το 2011) θέμα στην εξόρυξη του φυσικού αερίου – υπό δυσμενέστερες τοπικές συνθήκες για την ίδια αυτήν την φορά – προκύπτει μάλλον από την πεποίθησή της ότι μπορεί να ανταλλάξει μία σημαντική αλλαγή στην στάση της σε δυτικά θέματα προτεραιότητας στην Μέση Ανατολή και αλλού με στήριξη στο ζήτημα του κυπριακού φυσικού αερίου.

Οι διεθνείς παίκτες όμως δεν είναι σίγουρο ότι έχουν συμφέρον να υιοθετήσουν μία κατευναστική στάση απέναντι στην τουρκική παράνομη δραστηριότητα εντός της κυπριακής ΑΟΖ. Συγκεκριμένα, αν οι διεθνείς παίκτες δεν είναι προσεκτικοί, η σταθεροποίηση του συστήματος της Μέσης Ανατολής μπορεί να κοστίσει σε σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο ή/και στην Ευρωζώνη. Πρώτον, δεδομένης της σοβαρότητας του ζητήματος της άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο θέμα των φυσικών πόρων και της δυνατότητας άσκησης βίας που διαθέτει η ελληνική πλευρά, μία κατευναστική στάση του διεθνούς παράγοντα (η οποία αναμένεται να ενθαρρύνει τον τουρκικό αναθεωρητισμό) ενέχει τον κίνδυνο να οδηγηθούν τα πράγματα σε κλιμάκωση εντός του ΝΑΤΟ σε μία ιδιαίτερη γεωγραφική περιοχή και χρονική στιγμή. Με άλλα λόγια, αν κληθούν οι χώρες της περιοχής να πληρώσουν την τουρκική συνεργατική στάση στα θέματα της Μέσης Ανατολής, υπάρχει το ενδεχόμενο να μεταφερθεί απλώς η ένταση από την Μέση Ανατολή στην Αν. Μεσόγειο.
Επίσης, η κατευναστική στάση ενδέχεται να δημιουργήσει πρόβλημα τουλάχιστον βραχυχρόνιας αποσταθεροποίησης και στην Ευρωζώνη. Η ενδεχόμενη έλλειψη συμμαχικής αλληλεγγύης και η πίεση για μονομερείς υποχωρήσεις απέναντι στην τουρκική συμπεριφορά στην κυπριακή ΑΟΖ δημιουργεί σημαντικό ρίσκο μίας αντιευρωπαϊκής στροφής σε όλο το φάσμα του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Η πρότερη ελληνική συμπεριφορά απέναντι σε διφορούμενη στάση των συμμάχων σε εθνικά θέματα και ειδικά σε θέματα που εφάπτονται της Κύπρου μάλλον δεν πρέπει να είναι ενθαρρυντική για την εκτίμηση ότι σε περίπτωση που απαιτηθούν ελληνικές υποχωρήσεις η αντίδραση στις δύο χώρες θα είναι χλιαρή.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το οικονομικό κόστος που έχει στο ελλαδικό και κυπριακό εκλογικό σώμα η πολιτική λιτότητας που συνοδεύει την οικονομική προσαρμογή θα προκαλέσει στην καλύτερη περίπτωση αύξηση της αβεβαιότητας στην Ευρωζώνη ή στην χειρότερη ακόμη και παύση εκ μέρους ενός ή και των δύο κρατών της εξυπηρέτησης της δημόσιας πίστης.
Σε αυτό το πλαίσιο και δεδομένης της έκθεσης σημαντικών δυτικών παικτών όπως η Γερμανία στον ελλαδικό κυρίως δανεισμό (ειδικά μάλιστα για την Γερμανία σε συνδυασμό με την συνταγματική πρόβλεψη για εξισορροπημένους προϋπολογισμούς από το 2016 και μετά), είναι σημαντικό οι δυτικοί σύμμαχοι να εξετάσουν προσεκτικά την στάση τους στο ζήτημα της τουρκικής προκλητικότητας. Είναι διατεθειμένη, για παράδειγμα, η γερμανική ηγεσία να ρισκάρει έστω και οριακές μειώσεις σε κρίσιμες δαπάνες του γερμανικού προϋπολογισμού ή αύξηση του γερμανικού δανεισμού με μοναδικό σκοπό την επιβράβευση της τουρκικής «οθωμανικής» περιφερειακής πολιτικής;

Με βάση την παραπάνω ανάλυση και με δεδομένο το γεγονός ότι η κρίση προκύπτει από την παράνομη και παράλογη απαίτηση της Τουρκίας να έχει λόγο σε ζητήματα κυριαρχίας τρίτων κρατών της περιοχής, η άσκηση από την διεθνή κοινότητα κατασταλτικής πολιτικής πιέσεων για άμεση, άνευ ανταλλαγμάτων άρση της τουρκικής δραστηριότητας εντός κυπριακής ΑΟΖ αποτελεί μονόδρομο για την επίλυση της παρούσης κρίσης.
Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή στο σενάριο όπου ζητείται από χώρες της περιοχής να πληρώσουν με παραχωρήσεις των φυσικών τους δικαιωμάτων την τουρκική συνεργατική στάση σε θέματα Μέσης Ανατολής ελλοχεύει σημαντικός κίνδυνος διαταραχής της σταθερότητας του συστήματος της Ανατολικής Μεσογείου σε μία ιδιαίτερα ευαίσθητη χρονική περίοδο.
Η Τουρκία πρέπει να υποχωρήσει!!!
Μοναδική διέξοδος από την κρίση σχετικά με την εξόρυξη του φυσικού αερίου είναι η τουρκική υποχώρηση και η παύση της παράνομης δραστηριότητας εντός της κυπριακής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), είτε αυτοβούλως από την ίδια την Τουρκία είτε μετά από ισχυρές διεθνείς πιέσεις.

Βασικό πρόβλημα του τουρκικού εκβιασμού στο θέμα του φυσικού αερίου είναι το γεγονός ότι βασίζεται στην προϋπόθεση ότι κάποιος από τους αναγκαίους παίκτες (είτε η ελληνική πολιτική ηγεσία – ελλαδική και κυπριακή – είτε οι μεγάλες δυνάμεις είτε οι εταιρίες εξόρυξης) έχει επαρκώς μεγάλη αποστροφή στο ρίσκο ώστε να παύσει (υπό τον φόβο της άσκησης βίας από την πλευρά της Τουρκίας) η εξορυκτική δραστηριότητα μέχρι να εξασφαλισθεί η τουρκική συναίνεση στο τρόπο διανομής των κερδών από την εξαγωγή των παραγόμενων ποσοτήτων.
Συγκεκριμένα, η στρατηγική της τουρκικής πλευράς συνίσταται στην δημιουργία παραστάσεων απειλής, με σκοπό να επηρεαστούν οι λήπτες απόφασης κάποιου από τους παίκτες του συνασπισμού εξόρυξης του φυσικού αερίου και να παγώσει η διαδικασία των γεωτρήσεων μέχρι να υπάρξει πολιτική λύση στο θέμα.
Το πρόβλημα με αυτήν την προσέγγιση είναι ότι δεδομένης της αξίας του φυσικού αερίου και δεδομένης της πρότερης τουρκικής συμπεριφοράς στην περιοχή δύσκολα κάποιος από τους τοπικούς παίκτες με δυνατότητα απάντησης με άσκηση βίας θα είναι διατεθειμένος να υποκύψει στον τουρκικό εκβιασμό, ακόμη και αν η στάση αυτή οδηγήσει σε σύγκρουση. Με άλλα λόγια, ο τουρκικός εκβιασμός θέτει σε κίνδυνο αξίες τις οποίες για να προστατεύσουν οι τοπικοί δρώντες είναι μάλλον διατεθειμένοι να ασκήσουν βία και να καταβάλουν μεγάλο κόστος και συνεπώς θέτει σε κίνδυνο και την ευρύτερη σταθερότητα της περιοχής.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι εξαιρετικά χρήσιμο η διεθνής κοινότητα να προχωρήσει στις απαραίτητες κατασταλτικές ενέργειες ώστε να οδηγήσει την Τουρκία σε μονομερή υποχώρηση.
Η αύξηση του ρίσκου ως στρατηγική εκβιασμού προϋποθέτει την ύπαρξη από πλευράς αντιπάλου χαμηλότερης αποτίμησης για το υπό αμφισβήτηση πολιτικό ζήτημα σε σχέση με το κόστος μίας σύγκρουσης. Βασική μέθοδος αύξησης του ρίσκου είναι η λήψη μέτρων που επιδεικνύουν την βούληση του εκβιαστή να ασκήσει βία για να προστατέψει τα συμφέροντά του. Σε αυτό το πλαίσιο, η κατάληξη του εκβιασμού επηρεάζεται από το κίνητρο που το θύμα έχει για να προστατεύσει με την σειρά του τα δικά του συμφέροντα που εμπλέκονται στην αντιπαράθεση και από το αναμενόμενο κόστος της σύγκρουσης. Αν το κόστος της σύγκρουσης είναι δυσβάσταχτο για το θύμα ή αν η αποτίμηση του διακυβεύματος είναι χαμηλή, τότε ο εκβιασμός θα έχει θετική κατάληξη για τον θύτη. Αν αντιθέτως η αποτίμηση είναι υψηλή ή/και το κόστος της σύγκρουσης χαμηλό, ο εκβιασμός μάλλον θα αποτύχει.
Σε αυτό το πλαίσιο, η τουρκική στρατηγική συνίσταται στην αύξηση του ρίσκου μίας σύγκρουσης με την ελπίδα ότι κάποιος από τους αναγκαίους κρίκους της αλυσίδας παραγωγής, διανομής και ασφάλισης του φυσικού αερίου που βρίσκεται εντός της κυπριακής ΑΟΖ θα απαιτήσει επίλυση του πολιτικού ζητήματος πριν προχωρήσει στην διαδικασία της εξόρυξης. Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην απόκλιση των συμφερόντων και στην διαφορετική ιεράρχηση στόχων των κρίκων της αλυσίδας. Για παράδειγμα, οι εταιρίες εξόρυξης δεν έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το πώς θα διανεμηθεί το ποσοστό που θα παρακρατήσει η Κυπριακή Δημοκρατία από τα έσοδα των πωλήσεων του φυσικού αερίου. Αποδίδουν όμως μεγάλη αξία στην ύπαρξη ασφαλούς περιβάλλοντος και χαμηλών ασφαλίστρων εξόρυξης των φυσικών πόρων. Αντιστοίχως, ούτε οι μεγάλες δυνάμεις κόπτονται ιδιαιτέρως για το πώς θα μοιράσει το κυπριακό δημόσιο τα έσοδα. Ενδιαφέρονται όμως για την ύπαρξη σταθερότητας και την αποφυγή της σύγκρουσης στην Αν. Μεσόγειο.
Με βάση τα παραπάνω, η τουρκική στρατηγική φαίνεται αρχικώς ορθολογική. Αν δηλαδή η Τουρκία μπορεί να εκμεταλλευτεί την απόκλιση συμφερόντων μεταξύ των δρώντων για να μπήξει μία σφήνα στον συνασπισμό εξόρυξης του φυσικού αερίου, τότε κινήσεις όπως η κάθοδος του σεισμογραφικού με συνοδεία πολεμικών στην κυπριακή ΑΟΖ είναι μία εξαιρετική μέθοδος για την μεταβολή της αντίληψης του ρίσκου που έχουν τα μέρη του συνασπισμού. Η παραπάνω διαπίστωση ενισχύεται μάλιστα από το γεγονός ότι η Τουρκία μάλλον ορθώς εκτιμά ότι λόγω διαφόρων δομικών παραγόντων το σύνολο των διεθνών δρώντων θα ήθελε να αποφύγει μία στρατιωτική κλιμάκωση στην περιοχή. Με βάση αυτήν την ανάγνωση της κατάστασης και βασιζόμενη στην αυξημένη αξία που έχει η Τουρκία για τις δυτικές προτεραιότητες σε διάφορα ανοικτά θέματα στην Μέση Ανατολή και αλλού, η τουρκική ηγεσία μάλλον ποντάρει ότι με την δημιουργία μίας κρίσης θα αναγκάσει τις δυτικές δυνάμεις να πιέσουν την ελληνική πλευρά για να υποχωρήσει μονομερώς.
Το πρόβλημα με αυτήν την προσέγγιση είναι ότι αγνοεί την ύπαρξη σημαντικών συμφερόντων των τοπικών δρώντων τα οποία δύσκολα μπορούν να καμφθούν ακόμη και με ισχυρή εξωτερική πίεση. Συγκεκριμένα, υπάρχουν τουλάχιστον τρεις τοπικοί δρώντες οι οποίοι έχουν συμφέρον να κρατήσουν την Τουρκία εκτός της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στον τρόπο παραγωγής και διανομής του φυσικού αερίου, ενώ οι διεθνείς δρώντες δεν είναι απαραίτητο ότι θα επιδιώξουν να αποκαταστήσουν την σταθερότητα στην περιοχή μέσω μίας κατευναστικής στάσης απέναντι στην Τουρκία.
Εκτός από την Κύπρο (οι λόγοι για τους οποίους δεν επιθυμεί την εμπλοκή της Τουρκίας στην διαδικασία λήψης αποφάσεων για την εξόρυξη είναι μάλλον προφανείς) και το Ισραήλ έχει μάλλον ισχυρά συμφέροντα υπέρ της ελαχιστοποίησης της τουρκικής συμμετοχής στην διαδικασία. Η τουρκική στάση απέναντι στο Ισραήλ δεν φαίνεται να έχει παροδικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, τα υψηλά επίπεδα αντισημιτισμού που κυριαρχούν στο τουρκικό εκλογικό σώμα θα δημιουργούν πάντα έναν πειρασμό στην ηγεσία του ισχυρού ισλαμικού κόμματος AKP να χρησιμοποιήσει την εξωτερική πολιτική για εσωτερικά πολιτικά κέρδη, ειδικά σε εκλογικές αναμετρήσεις που θα λαμβάνουν χώρα σε περιόδους χαμηλών οικονομικών επιδόσεων. Είναι το Ισραήλ διατεθειμένο να εξαρτήσει έστω και οριακά τις εξαγωγές φυσικού αερίου από τους τουρκικούς πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους; Εν αντιθέσει μάλιστα με αυτήν την τουρκική συμπεριφορά, οι πολιτικές δυνάμεις σε Ελλάδα και Κύπρο έχουν αποδείξει ότι είναι διατεθειμένες να προχωρήσουν σε συνεργασία με το Ισραήλ ακόμη και υπό εξαιρετικά αντίξοες εκλογικές συνθήκες και με ενεργή αντισημιτική εκλογική παρουσία στην άκρα δεξιά πτέρυγα του ελλαδικού Κοινοβουλίου. Δεύτερον, η Τουρκία φαίνεται ότι εκτός από την ρητορική και πολιτική στήριξη που παρέχει σε όλα τα είδη παλαιστινιακών αιτημάτων είναι διατεθειμένη να παρέχει ανοχή, αν όχι ουσιαστική στήριξη σε τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Hamas. Τέλος, εκτός από το ρίσκο που προκύπτει από την τουρκική κυκλοθυμική πολιτική, το Ισραήλ έχει να κερδίσει από μια ενεργειακή συνεργασία με δύο κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είναι άλλωστε μία από τις μεγαλύτερες αγορές φυσικού αερίου παγκοσμίως.
Εκτός από την Κύπρο και το Ισραήλ, και η Αίγυπτος έχει συμφέρον να μην επιτρέψει την εμπλοκή της Τουρκίας στην περιφερειακή παραγωγή φυσικού αερίου. Συγκεκριμένα, η Αίγυπτος σχεδιάζει να καταναλώσει σημαντικές ποσότητες από το παραγόμενο φυσικό αέριο της περιοχής. Μία υποχώρηση επί της παρούσης – δηλαδή την στιγμή που διαμορφώνεται το βασικό πλαίσιο παραγωγής – ανοίγει τον δρόμο για μελλοντική εμπλοκή της Τουρκίας στην διανομή του φυσικού αερίου. Είναι διατεθειμένη η αιγυπτιακή πολιτική ηγεσία να εξαρτήσει μελλοντικά έστω και οριακά τις εισαγωγές φυσικού αερίου από την διάθεση της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας;
Με βάση τα παραπάνω, η τουρκική στρατηγική επιλογή να ξαναδημιουργήσει (μετά το 2011) θέμα στην εξόρυξη του φυσικού αερίου – υπό δυσμενέστερες τοπικές συνθήκες για την ίδια αυτήν την φορά – προκύπτει μάλλον από την πεποίθησή της ότι μπορεί να ανταλλάξει μία σημαντική αλλαγή στην στάση της σε δυτικά θέματα προτεραιότητας στην Μέση Ανατολή και αλλού με στήριξη στο ζήτημα του κυπριακού φυσικού αερίου.
Οι διεθνείς παίκτες όμως δεν είναι σίγουρο ότι έχουν συμφέρον να υιοθετήσουν μία κατευναστική στάση απέναντι στην τουρκική παράνομη δραστηριότητα εντός της κυπριακής ΑΟΖ. Συγκεκριμένα, αν οι διεθνείς παίκτες δεν είναι προσεκτικοί, η σταθεροποίηση του συστήματος της Μέσης Ανατολής μπορεί να κοστίσει σε σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο ή/και στην Ευρωζώνη. Πρώτον, δεδομένης της σοβαρότητας του ζητήματος της άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο θέμα των φυσικών πόρων και της δυνατότητας άσκησης βίας που διαθέτει η ελληνική πλευρά, μία κατευναστική στάση του διεθνούς παράγοντα (η οποία αναμένεται να ενθαρρύνει τον τουρκικό αναθεωρητισμό) ενέχει τον κίνδυνο να οδηγηθούν τα πράγματα σε κλιμάκωση εντός του ΝΑΤΟ σε μία ιδιαίτερη γεωγραφική περιοχή και χρονική στιγμή. Με άλλα λόγια, αν κληθούν οι χώρες της περιοχής να πληρώσουν την τουρκική συνεργατική στάση στα θέματα της Μέσης Ανατολής, υπάρχει το ενδεχόμενο να μεταφερθεί απλώς η ένταση από την Μέση Ανατολή στην Αν. Μεσόγειο.
Επίσης, η κατευναστική στάση ενδέχεται να δημιουργήσει πρόβλημα τουλάχιστον βραχυχρόνιας αποσταθεροποίησης και στην Ευρωζώνη. Η ενδεχόμενη έλλειψη συμμαχικής αλληλεγγύης και η πίεση για μονομερείς υποχωρήσεις απέναντι στην τουρκική συμπεριφορά στην κυπριακή ΑΟΖ δημιουργεί σημαντικό ρίσκο μίας αντιευρωπαϊκής στροφής σε όλο το φάσμα του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Η πρότερη ελληνική συμπεριφορά απέναντι σε διφορούμενη στάση των συμμάχων σε εθνικά θέματα και ειδικά σε θέματα που εφάπτονται της Κύπρου μάλλον δεν πρέπει να είναι ενθαρρυντική για την εκτίμηση ότι σε περίπτωση που απαιτηθούν ελληνικές υποχωρήσεις η αντίδραση στις δύο χώρες θα είναι χλιαρή.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το οικονομικό κόστος που έχει στο ελλαδικό και κυπριακό εκλογικό σώμα η πολιτική λιτότητας που συνοδεύει την οικονομική προσαρμογή θα προκαλέσει στην καλύτερη περίπτωση αύξηση της αβεβαιότητας στην Ευρωζώνη ή στην χειρότερη ακόμη και παύση εκ μέρους ενός ή και των δύο κρατών της εξυπηρέτησης της δημόσιας πίστης.
Σε αυτό το πλαίσιο και δεδομένης της έκθεσης σημαντικών δυτικών παικτών όπως η Γερμανία στον ελλαδικό κυρίως δανεισμό (ειδικά μάλιστα για την Γερμανία σε συνδυασμό με την συνταγματική πρόβλεψη για εξισορροπημένους προϋπολογισμούς από το 2016 και μετά), είναι σημαντικό οι δυτικοί σύμμαχοι να εξετάσουν προσεκτικά την στάση τους στο ζήτημα της τουρκικής προκλητικότητας. Είναι διατεθειμένη, για παράδειγμα, η γερμανική ηγεσία να ρισκάρει έστω και οριακές μειώσεις σε κρίσιμες δαπάνες του γερμανικού προϋπολογισμού ή αύξηση του γερμανικού δανεισμού με μοναδικό σκοπό την επιβράβευση της τουρκικής «οθωμανικής» περιφερειακής πολιτικής;
Με βάση την παραπάνω ανάλυση και με δεδομένο το γεγονός ότι η κρίση προκύπτει από την παράνομη και παράλογη απαίτηση της Τουρκίας να έχει λόγο σε ζητήματα κυριαρχίας τρίτων κρατών της περιοχής, η άσκηση από την διεθνή κοινότητα κατασταλτικής πολιτικής πιέσεων για άμεση, άνευ ανταλλαγμάτων άρση της τουρκικής δραστηριότητας εντός κυπριακής ΑΟΖ αποτελεί μονόδρομο για την επίλυση της παρούσης κρίσης.
Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή στο σενάριο όπου ζητείται από χώρες της περιοχής να πληρώσουν με παραχωρήσεις των φυσικών τους δικαιωμάτων την τουρκική συνεργατική στάση σε θέματα Μέσης Ανατολής ελλοχεύει σημαντικός κίνδυνος διαταραχής της σταθερότητας του συστήματος της Ανατολικής Μεσογείου σε μία ιδιαίτερα ευαίσθητη χρονική περίοδο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου