Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ
Στὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς αἱρετικοὺς στρέφει τὴν προσοχή µας τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσµα τῆς προσεχοῦς Κυριακῆς (Τίτ. 3, 8-15). Πολλὲς ἑρµηνεῖες ἔχει λάβει ὁ Ὅρος «αἱρετικὸς» ἀπὸ τοὺς ἑρµηνευτές, καὶ µάλιστα τοὺς νεωτέρους, στὸ χῶρο τῆς Κ. ∆ιαθήκης.
Στὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς αἱρετικοὺς στρέφει τὴν προσοχή µας τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσµα τῆς προσεχοῦς Κυριακῆς (Τίτ. 3, 8-15). Πολλὲς ἑρµηνεῖες ἔχει λάβει ὁ Ὅρος «αἱρετικὸς» ἀπὸ τοὺς ἑρµηνευτές, καὶ µάλιστα τοὺς νεωτέρους, στὸ χῶρο τῆς Κ. ∆ιαθήκης.
Ὑπάρχει ὅµως καὶ ἡ συγκεκριµένη σηµασία, ποὺ ἔλαβε ὁ Ὅρος στὴ γλώσσα τῶν Ἁγίων Πατέρων, στὴ γλώσσα τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας µας «αἱρετικὸς» σηµαίνει: διαστρεβλωτὴς τῆς πίστεως, τῆς ἀποκεκαλυµµένης Ἀληθείας, τοῦ θεόθεν δεδοµένου τρόπου σωτηρίας. Αἵρεση δέ, εἶναι ἀλλοτριωµένη ἐκδοχὴ τοῦ Προσώπου τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ποὺ δὲν µπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴ σωτηρία, στὴ θέωση, τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ λυτρώσει ἀπὸ τὸ κακὸ τὸν κόσµο. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐν Χαλκηδόνι ∆´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου (451), ποὺ τιµᾶ τὴν προσεχῆ Κυριακὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία σ᾽ ὅλο τὸν κόσµο, αὐτὴ τὴ σηµασία τοῦ ὅρου ἐπιβάλλουν νὰ κρατήσουµε καὶ µεῖς στὶς παρακάτω σκέψεις.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, γνήσιοι θεολόγοι
Γιὰ νὰ κατανοήσουµε τὴν τραγικότητα, µέσα στὴν ὁποία ζοῦν καὶ κινοῦνται οἱ αἱρετικοί, πρέπει νὰ δοῦµε τὸ διαµετρικὰ ἀντίθετό τους µέγεθος, δηλαδὴ τοὺς ἁγίους Πατέρες, στὸ κύριο ἔργο τους, τὴν θεολογία. Βέβαια ὁ ἐγκλωβισµένος στὰ κοινωνιολογικὰ σχήµατα τῶν καιρῶν µας θὰ σπεύσει ἐδῶ νὰ διαµαρτυρηθεῖ, µὴ µπορώντας νὰ ἐννοήσει, ὅτι ὅλο τὸ ἔργο τῶν Πατέρων, σὲ κάθε ἐποχή, εἶναι θεολογία. Γιατί ἑνωµένοι µὲ τὸ Θεὸ ἀντιµετωπίζουν οἱ Πατέρες ὄχι µόνο τὰ προβλήµατα τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς ζωῆς. Θεὸ – Ἀλήθεια προσφέρουν, ἀντιµετωπίζοντας κρίσεις δογµατικές, ἀλλὰ Θεὸ – Ἀλήθεια προσφέρουν ποιµαίνοντας τὰ πνευµατικά τους τέκνα καὶ ὁδηγώντας τα στὸ πλαίσιο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ ἁγιοπνευµατικὴ κοινωνία.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες θεολογοῦν πάντα µὲ τὸν φωτισµὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Γίνονται πρῶτα δοχεῖα καὶ Ναοὶ τοῦ Πνεύµατος, µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πνευµατικό τους ἀγώνα, καὶ καταξιώνονται νὰ γίνουν Πνευµατοκίνητοι, Θεοκίνητα στόµατα τοῦ Λόγου καὶ χεῖρες τοῦ Πνεύµατος. Ἡ θεολογία τους εἶναι, ἔτσι, ἔκφραση τῶν µυστικῶν ἐµπειριῶν τους. Ἐκφράζουν αὐτό, ποὺ τὸ Πνεῦµα ἀποκαλύπτει µέσα τους, σκορπίζουν γύρω τὸ φῶς Του.Λέγουν αὐτό, ποὺ βλέπουν, στὴ φωτισµένη καὶ θεοφόρο καρδιά τους. ∆ὲν εἶναι, λοιπόν, οἱ στοχαστὲς καὶ φιλόσοφοι τοῦ κόσµου, οἱ διανοητὲς – ὅπως λέµε. Ὁ στοχασµός µας δὲν µπορεῖ ποτὲ νὰ γίνει Θεολογία. Μένει φιλοσοφία, µεταφυσική, ἀναζήτηση ἀνθρώπινη.
Ἡ Θεολογία τῶν Πατέρων εἶναι τὸ ἀποτέλεσµα τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος µέσα τους. Αὐτὸ ὁµολογεῖ ἕνας ἀπὸ τοὺς λίγους, ποὺ δίκαια πῆραν τὸ ὄνοµα τοῦ Θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «∆ὲν εἶναι τοῦ καθενός, νὰ φιλοσοφεῖ γύρω ἀπὸ τὸ Θεό. ∆ὲν εἶναι τοῦ καθενός. Αὐτὸ τὸ πρᾶγµα δὲν εἶναι τόσο φθηνὸ καὶ ταπεινό… ∆ὲν εἶναι τοῦ καθενός, παρὰ µόνο τῶν δοκιµασµένων καὶ ὅσων ἔχουν προχωρήσει στὴ θεωρία (δηλαδὴ στὴ θέα τοῦ Θεοῦ) καὶ ποὺ προηγουµένως ἔχουν καθαρισθεῖ καὶ στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶµα, ἢ τουλάχιστον καθαρίζονται τώρα». Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔχουν κάθε δικαίωµα νὰ λέγουν: «ἔδοξε τῷ Πνεύµατι τῷ Ἁγίῳ καὶ ἡµῖν» χωρὶς τὸν παραµικρὸ κίνδυνο νὰ κατηγορηθοῦν γιὰ ἔπαρση.
Ὅπως ἐντελῶς φυσικὰ καὶ ἀπροσποίητα διεκήρυξαν οἱ Ἁγιορεῖτες Ἡσυχαστὲς στὸν Τόµο τοῦ 1341: «Ταῦτα ὑπὸ τῶν Γραφῶν ἐδιδάχθηµεν, ταῦτα παρὰ τῶν ἡµετέρων Πατέρων παρελάβοµεν, ταῦτα διὰ τῆς µικρᾶς ἐγνώκαµεν πείρας…». Ἡ ταπεινοφροσύνη τους φαίνεται στὸ «µικρᾶς»· εἶναι ὅµως ἀναγκασµένοι νὰ µιλήσουν καὶ γιὰ τὴν δική τους θεοπτικὴ ἐµπειρία.
Γιὰ νὰ κατανοήσουµε τὴν τραγικότητα, µέσα στὴν ὁποία ζοῦν καὶ κινοῦνται οἱ αἱρετικοί, πρέπει νὰ δοῦµε τὸ διαµετρικὰ ἀντίθετό τους µέγεθος, δηλαδὴ τοὺς ἁγίους Πατέρες, στὸ κύριο ἔργο τους, τὴν θεολογία. Βέβαια ὁ ἐγκλωβισµένος στὰ κοινωνιολογικὰ σχήµατα τῶν καιρῶν µας θὰ σπεύσει ἐδῶ νὰ διαµαρτυρηθεῖ, µὴ µπορώντας νὰ ἐννοήσει, ὅτι ὅλο τὸ ἔργο τῶν Πατέρων, σὲ κάθε ἐποχή, εἶναι θεολογία. Γιατί ἑνωµένοι µὲ τὸ Θεὸ ἀντιµετωπίζουν οἱ Πατέρες ὄχι µόνο τὰ προβλήµατα τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς ζωῆς. Θεὸ – Ἀλήθεια προσφέρουν, ἀντιµετωπίζοντας κρίσεις δογµατικές, ἀλλὰ Θεὸ – Ἀλήθεια προσφέρουν ποιµαίνοντας τὰ πνευµατικά τους τέκνα καὶ ὁδηγώντας τα στὸ πλαίσιο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ ἁγιοπνευµατικὴ κοινωνία.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες θεολογοῦν πάντα µὲ τὸν φωτισµὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Γίνονται πρῶτα δοχεῖα καὶ Ναοὶ τοῦ Πνεύµατος, µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πνευµατικό τους ἀγώνα, καὶ καταξιώνονται νὰ γίνουν Πνευµατοκίνητοι, Θεοκίνητα στόµατα τοῦ Λόγου καὶ χεῖρες τοῦ Πνεύµατος. Ἡ θεολογία τους εἶναι, ἔτσι, ἔκφραση τῶν µυστικῶν ἐµπειριῶν τους. Ἐκφράζουν αὐτό, ποὺ τὸ Πνεῦµα ἀποκαλύπτει µέσα τους, σκορπίζουν γύρω τὸ φῶς Του.Λέγουν αὐτό, ποὺ βλέπουν, στὴ φωτισµένη καὶ θεοφόρο καρδιά τους. ∆ὲν εἶναι, λοιπόν, οἱ στοχαστὲς καὶ φιλόσοφοι τοῦ κόσµου, οἱ διανοητὲς – ὅπως λέµε. Ὁ στοχασµός µας δὲν µπορεῖ ποτὲ νὰ γίνει Θεολογία. Μένει φιλοσοφία, µεταφυσική, ἀναζήτηση ἀνθρώπινη.
Ἡ Θεολογία τῶν Πατέρων εἶναι τὸ ἀποτέλεσµα τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος µέσα τους. Αὐτὸ ὁµολογεῖ ἕνας ἀπὸ τοὺς λίγους, ποὺ δίκαια πῆραν τὸ ὄνοµα τοῦ Θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «∆ὲν εἶναι τοῦ καθενός, νὰ φιλοσοφεῖ γύρω ἀπὸ τὸ Θεό. ∆ὲν εἶναι τοῦ καθενός. Αὐτὸ τὸ πρᾶγµα δὲν εἶναι τόσο φθηνὸ καὶ ταπεινό… ∆ὲν εἶναι τοῦ καθενός, παρὰ µόνο τῶν δοκιµασµένων καὶ ὅσων ἔχουν προχωρήσει στὴ θεωρία (δηλαδὴ στὴ θέα τοῦ Θεοῦ) καὶ ποὺ προηγουµένως ἔχουν καθαρισθεῖ καὶ στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶµα, ἢ τουλάχιστον καθαρίζονται τώρα». Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔχουν κάθε δικαίωµα νὰ λέγουν: «ἔδοξε τῷ Πνεύµατι τῷ Ἁγίῳ καὶ ἡµῖν» χωρὶς τὸν παραµικρὸ κίνδυνο νὰ κατηγορηθοῦν γιὰ ἔπαρση.
Ὅπως ἐντελῶς φυσικὰ καὶ ἀπροσποίητα διεκήρυξαν οἱ Ἁγιορεῖτες Ἡσυχαστὲς στὸν Τόµο τοῦ 1341: «Ταῦτα ὑπὸ τῶν Γραφῶν ἐδιδάχθηµεν, ταῦτα παρὰ τῶν ἡµετέρων Πατέρων παρελάβοµεν, ταῦτα διὰ τῆς µικρᾶς ἐγνώκαµεν πείρας…». Ἡ ταπεινοφροσύνη τους φαίνεται στὸ «µικρᾶς»· εἶναι ὅµως ἀναγκασµένοι νὰ µιλήσουν καὶ γιὰ τὴν δική τους θεοπτικὴ ἐµπειρία.
Οἱ Αἱρετικοί, οἱ ἀθεράπευτοι «θεραπευτές»
Ἡ αἵρεση δὲν εἶναι ἁπλὰ λογικὸ λάθος, οὔτε οἱ αἱρετικοὶ ἁπλῶς ἀστοχοῦν στὴν εὕρεση τῆς ἀλήθειας. Στὴν περίπτωσή τους συµβαίνει κάτι βαθύτερο καὶ οὐσιαστικότερο. Κατὰ τὸ γράµµα γνωρίζουν τὴν Γραφή, κατὰ τρόπο -πολλὲς φορὲς- ἐκπληκτικό. Τοὺς λείπει ὅµως κάτι οὐσιαστικὸ, καὶ ἡ ἔλλειψή του τοὺς διαφοροποιεῖ ριζικὰ ἀπὸ τοὺς Πατέρες. Τοὺς λείπει ἡ ἁγιοπνευµατικὴ ἐµπειρία τῶν Πατέρων. Ὁ ἐσωτερικὸς φωτισµὸς τοῦ Πνεύµατος. Γιατί δὲν ἔχουν περάσει τὴν θεραπεία τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ ἠθικὰ νὰ εἶναι (ἐξωτερικὰ) ἀνεπίληπτοι. ∆ὲν ἔχουν ὅµως µέσα τους τὸ Πνεῦµα. ∆ὲν βλέπουν, λοιπόν, ὅσα βλέπουν ἐν Πνεύµατι οἱ Πατέρες. Μπορεῖ διανοητικὰ νὰ εἶναι ἐκπληκτικὰ ἀνεπτυγµένοι. Εἶναι πράγµατι γεγονός, ὅτι ὅλοι οἱ µεγάλοι αἱρετικοὶ ἐντυπωσιάζουν µὲ τὴν πολυγνωσία καὶ «σοφία» τους! Ἀκόµη καὶ σήµερα… ∆ὲν ἔχουν ὅµως καθαρὴ τὴν καρδιά, οὔτε ἔχουν µεταβληθεῖ σὲ ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Ἡ αἵρεση προϋποθέτει κακὴ ἢ ἀνύπαρκτη θεραπεία. Γι’ αὐτὸ γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς ἡ Θεολογία εἶναι διανοητικὴ – ἐπιστηµονικὴ ὑπόθεση, λογικὸ καὶ συλλογιστικὸ παιχνίδι. Ἡ ἐµπειρία τῆς θεώσεως, ποὺ καταξιώνει τοὺς Πατέρες, εἶναι αὐτό, ποὺ τοὺς λείπει. Γι’ αὐτὸ ὁ αἱρετικὸς δὲν µπορεῖ νὰ διακρίνει στὸ κρίσιµο σηµεῖο τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη. Γιατί δὲν βλέπει µέσα του τὴν ἀλήθεια, δὲν τὴν γνωρίζει στὴν καρδιά του. ∆ὲν ἔχει τὸ ὄχηµα τῆς «νοερᾶς προσευχῆς» καὶ γι’ αὐτὸ δὲν µπορεῖ νὰ φτάσει στὸν «δοξασµό», ποὺ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς «πάσης ἀληθείας» ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦµα.
Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀποκαλύπτεται καὶ ἡ τραγικότητα ὅλων τῶν αἱρετικῶν, καὶ πρὸ πάντων τῶν αἱρεσιαρχῶν. Ἀφώτιστοι οἱ ἴδιοι, ζητοῦν νὰ φωτίσουν. Ἀθεράπευτοι οἱ ἴδιοι, ζητοῦν νὰ θεραπεύσουν. Ἄθεοι οἱ ἴδιοι (δηλαδὴ χωρὶς τὸν ἀληθινὸ Θεό), ζητοῦν νὰ θεολογήσουν. Θὰ µπορούσαµε νὰ παροµοιάσουµε τοὺς αἱρετικοὺς µὲ ψευτογιατροὺς καὶ τσαρλατάνους, ποὺ ἀπατοῦν. Ἀλλ’ εἶναι κάτι χειρότερο: εἶναι γιατροί, ποὺ προσφέρουν δολοφονικὴ θεραπεία, ποὺ σκοτώνει τὸν ἄνθρωπο αἰώνια. Εἶναι φαρµακοποιοί, ποὺ κυκλοφοροῦν φάρµακα δηλητηριασµένα – ἀλλοιωµένα, ποὺ εἶναι ἐπικίνδυνα γιὰ τὴν δηµόσια ὑγεία, καὶ ὄχι τὴν σωµατική, ἀλλὰ τὴν πνευµατικὴ καὶ αἰώνια.
Ἡ αἵρεση δὲν εἶναι ἁπλὰ λογικὸ λάθος, οὔτε οἱ αἱρετικοὶ ἁπλῶς ἀστοχοῦν στὴν εὕρεση τῆς ἀλήθειας. Στὴν περίπτωσή τους συµβαίνει κάτι βαθύτερο καὶ οὐσιαστικότερο. Κατὰ τὸ γράµµα γνωρίζουν τὴν Γραφή, κατὰ τρόπο -πολλὲς φορὲς- ἐκπληκτικό. Τοὺς λείπει ὅµως κάτι οὐσιαστικὸ, καὶ ἡ ἔλλειψή του τοὺς διαφοροποιεῖ ριζικὰ ἀπὸ τοὺς Πατέρες. Τοὺς λείπει ἡ ἁγιοπνευµατικὴ ἐµπειρία τῶν Πατέρων. Ὁ ἐσωτερικὸς φωτισµὸς τοῦ Πνεύµατος. Γιατί δὲν ἔχουν περάσει τὴν θεραπεία τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ ἠθικὰ νὰ εἶναι (ἐξωτερικὰ) ἀνεπίληπτοι. ∆ὲν ἔχουν ὅµως µέσα τους τὸ Πνεῦµα. ∆ὲν βλέπουν, λοιπόν, ὅσα βλέπουν ἐν Πνεύµατι οἱ Πατέρες. Μπορεῖ διανοητικὰ νὰ εἶναι ἐκπληκτικὰ ἀνεπτυγµένοι. Εἶναι πράγµατι γεγονός, ὅτι ὅλοι οἱ µεγάλοι αἱρετικοὶ ἐντυπωσιάζουν µὲ τὴν πολυγνωσία καὶ «σοφία» τους! Ἀκόµη καὶ σήµερα… ∆ὲν ἔχουν ὅµως καθαρὴ τὴν καρδιά, οὔτε ἔχουν µεταβληθεῖ σὲ ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Ἡ αἵρεση προϋποθέτει κακὴ ἢ ἀνύπαρκτη θεραπεία. Γι’ αὐτὸ γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς ἡ Θεολογία εἶναι διανοητικὴ – ἐπιστηµονικὴ ὑπόθεση, λογικὸ καὶ συλλογιστικὸ παιχνίδι. Ἡ ἐµπειρία τῆς θεώσεως, ποὺ καταξιώνει τοὺς Πατέρες, εἶναι αὐτό, ποὺ τοὺς λείπει. Γι’ αὐτὸ ὁ αἱρετικὸς δὲν µπορεῖ νὰ διακρίνει στὸ κρίσιµο σηµεῖο τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη. Γιατί δὲν βλέπει µέσα του τὴν ἀλήθεια, δὲν τὴν γνωρίζει στὴν καρδιά του. ∆ὲν ἔχει τὸ ὄχηµα τῆς «νοερᾶς προσευχῆς» καὶ γι’ αὐτὸ δὲν µπορεῖ νὰ φτάσει στὸν «δοξασµό», ποὺ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς «πάσης ἀληθείας» ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦµα.
Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀποκαλύπτεται καὶ ἡ τραγικότητα ὅλων τῶν αἱρετικῶν, καὶ πρὸ πάντων τῶν αἱρεσιαρχῶν. Ἀφώτιστοι οἱ ἴδιοι, ζητοῦν νὰ φωτίσουν. Ἀθεράπευτοι οἱ ἴδιοι, ζητοῦν νὰ θεραπεύσουν. Ἄθεοι οἱ ἴδιοι (δηλαδὴ χωρὶς τὸν ἀληθινὸ Θεό), ζητοῦν νὰ θεολογήσουν. Θὰ µπορούσαµε νὰ παροµοιάσουµε τοὺς αἱρετικοὺς µὲ ψευτογιατροὺς καὶ τσαρλατάνους, ποὺ ἀπατοῦν. Ἀλλ’ εἶναι κάτι χειρότερο: εἶναι γιατροί, ποὺ προσφέρουν δολοφονικὴ θεραπεία, ποὺ σκοτώνει τὸν ἄνθρωπο αἰώνια. Εἶναι φαρµακοποιοί, ποὺ κυκλοφοροῦν φάρµακα δηλητηριασµένα – ἀλλοιωµένα, ποὺ εἶναι ἐπικίνδυνα γιὰ τὴν δηµόσια ὑγεία, καὶ ὄχι τὴν σωµατική, ἀλλὰ τὴν πνευµατικὴ καὶ αἰώνια.
Ἡ διαφορὰ στὰ πράγµατα
Ἀκολουθώντας τὴν πατερικὴ θεώρηση τῆς αἱρέσεως, µποροῦµε νὰ συνειδητοποιήσουµε τὴν φθοροποιὸ δύναµή της στὴν ἱερὴ ὑπόθεση τῆς σωτηρίας µας. Μέσα στὴν ἄµβλυνση τῶν πνευµατικῶν µας αἰσθητηρίων, πολὺ συχνὰ τοποθετοῦµε τὴ διαφορὰ Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεων σὲ ἐπίπεδο λεκτικῶν ἢ τυπικῶν παραλλαγῶν. Αὐτὸ ὁδηγεῖ στὴν ἐλαχιστοποίηση τῆς διαφορᾶς καὶ στὴν ἐντύπωση, ὅτι ἡ διαφωνία εἶναι γιὰ ἀσήµαντα πράγµατα, ποὺ µποροῦν εὔκολα µὲ κάποια καλὴ διάθεση καὶ φραστικὴ βελτίωση νὰ θεραπευθοῦν. Αὐτὸ γίνεται στὸν οἰκουµενι(στι)κὸ διάλογο. Καὶ τοῦτο συµβαίνει, γιατί συνήθως νοοῦµε τοὺς ἑαυτούς µας ὡς Ὀρθοδόξους καὶ παραβάλλουµε τοὺς ἑτεροδόξους πρὸς τοὺς ἑαυτούς µας. ∆ὲν εἶναι περίεργο, λοιπόν, ὅτι διακρίνουµε περισσότερες ὁµοιότητες ἀπὸ διαφορές! Ἂν δοῦµε ὅµως τὶς αἱρέσεις ἀπὸ πλευρᾶς πραγµατικότητος πατερικῆς καὶ ἀντιπαραθέσουµε στὴν ἑτεροδοξία τῆς ἐποχῆς µας τοὺς Ἁγίους µας Πατέρες, τότε θὰ διαπιστώσουµε, ὅτι πρόκειται γιὰ διαφορὰ πραγµάτων καὶ ὄχι λέξεων. Πρόκειται γιὰ διαφορὰ πρωταρχικὰ θεραπευτικῆς µεθόδου. Ἡ πνευµατικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας γεννᾶ Ἁγίους Πατέρες, ἐνῷ ἡ «πνευµατικότητα» τῶν αἱρέσεων σπείρει τὸν ὄλεθρο. Γι’ αὐτὸ οἱ Ἅγιοι Πατέρες θὰ µένουν πάντα τὰ «πάγχρυσα στόµατα τοῦ Λόγου», ποὺ θὰ καλοῦν ὄχι µόνο τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἑτεροδόξους, ἀλλὰ καὶ µᾶς τοὺς κατ’ ὄνοµα µόνο ὀρθοδόξους, στὴν γνήσια ἐν Χριστῷ θεραπεία, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν δοξασµὸ καὶ τὴν ἀληθινὴ Θεολογία.
Ορθόδοξος Τύπος, 17/7/2015
ΠΗΓΗ http://www.pentapostagma.gr/Ἀκολουθώντας τὴν πατερικὴ θεώρηση τῆς αἱρέσεως, µποροῦµε νὰ συνειδητοποιήσουµε τὴν φθοροποιὸ δύναµή της στὴν ἱερὴ ὑπόθεση τῆς σωτηρίας µας. Μέσα στὴν ἄµβλυνση τῶν πνευµατικῶν µας αἰσθητηρίων, πολὺ συχνὰ τοποθετοῦµε τὴ διαφορὰ Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεων σὲ ἐπίπεδο λεκτικῶν ἢ τυπικῶν παραλλαγῶν. Αὐτὸ ὁδηγεῖ στὴν ἐλαχιστοποίηση τῆς διαφορᾶς καὶ στὴν ἐντύπωση, ὅτι ἡ διαφωνία εἶναι γιὰ ἀσήµαντα πράγµατα, ποὺ µποροῦν εὔκολα µὲ κάποια καλὴ διάθεση καὶ φραστικὴ βελτίωση νὰ θεραπευθοῦν. Αὐτὸ γίνεται στὸν οἰκουµενι(στι)κὸ διάλογο. Καὶ τοῦτο συµβαίνει, γιατί συνήθως νοοῦµε τοὺς ἑαυτούς µας ὡς Ὀρθοδόξους καὶ παραβάλλουµε τοὺς ἑτεροδόξους πρὸς τοὺς ἑαυτούς µας. ∆ὲν εἶναι περίεργο, λοιπόν, ὅτι διακρίνουµε περισσότερες ὁµοιότητες ἀπὸ διαφορές! Ἂν δοῦµε ὅµως τὶς αἱρέσεις ἀπὸ πλευρᾶς πραγµατικότητος πατερικῆς καὶ ἀντιπαραθέσουµε στὴν ἑτεροδοξία τῆς ἐποχῆς µας τοὺς Ἁγίους µας Πατέρες, τότε θὰ διαπιστώσουµε, ὅτι πρόκειται γιὰ διαφορὰ πραγµάτων καὶ ὄχι λέξεων. Πρόκειται γιὰ διαφορὰ πρωταρχικὰ θεραπευτικῆς µεθόδου. Ἡ πνευµατικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας γεννᾶ Ἁγίους Πατέρες, ἐνῷ ἡ «πνευµατικότητα» τῶν αἱρέσεων σπείρει τὸν ὄλεθρο. Γι’ αὐτὸ οἱ Ἅγιοι Πατέρες θὰ µένουν πάντα τὰ «πάγχρυσα στόµατα τοῦ Λόγου», ποὺ θὰ καλοῦν ὄχι µόνο τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἑτεροδόξους, ἀλλὰ καὶ µᾶς τοὺς κατ’ ὄνοµα µόνο ὀρθοδόξους, στὴν γνήσια ἐν Χριστῷ θεραπεία, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν δοξασµὸ καὶ τὴν ἀληθινὴ Θεολογία.
Ορθόδοξος Τύπος, 17/7/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου