Λιάμης Λεωνίδας
Φρένο στην ανάπτυξη της εγχώριας βουβαλοτροφίας η οποία τα τελευταία χρόνια µοιάζει να γνωρίζει περίοδο… παχιών αγελάδων, λόγω της στήριξης από ειδικά προγράµµατα, και της αλµατώδους αύξησης της ζήτησης για βουβαλίσιο κρέας, απειλεί να βάλει η έλλειψη βοσκοτόπων και η δυστοκία στην εξασφάλιση αδειών εγκατάστασης µονάδων εκτροφής.
Το πρόβληµα εντοπίζεται, κατά κύριο λόγο, στο βασικό βουβαλοτροφικό κέντρο της χώρας, την περιοχή της λίµνης Κερκίνης στο νοµό Σερρών, όπου και συγκεντρώνονται τα, σχεδόν, 3.000, από τα συνολικά περίπου 3.800 βουβάλια, που αριθµεί σήµερα, σε διάφορα σηµεία της επικράτειας, ο πληθυσµός της σπάνιας φυλής του ελληνικού βούβαλου.
«Τα βουβάλια είναι ζώα ελευθέρας βοσκής, που σηµαίνει πως ο βοσκότοπος είναι βασικό εργαλείο για µια εκµετάλλευση, ώστε να προσλάβει το ζώο τη χλωρίδα που έχει ανάγκη και να µειωθεί και το λειτουργικό κόστος», εξηγεί στην Agrenda ο πρόεδρος του Κτηνοτροφικού Συνεταιρισµού Βουβαλοτρόφων της Ελλάδος.
Επιδοτήστε τις ζωοτροφές των αγελάδων για να µείνουν οι βοσκότοποι στα βουβάλια
Όπως επισηµαίνει ο Τρύφων Γιαντσίδης, χρόνο µε το χρόνο οι διαθέσιµοι βοσκότοποι σηµειώνουν µείωση, ενώ άλλοι υποβαθµίζονται, µε συνέπεια να µην υπάρχουν οι εκτάσεις για να εξυπηρετήσουν τις υφιστάµενες και µελλοντικές ανάγκες του κλάδου, δεδοµένου ότι είναι έκδηλη η πρόθεση για αύξηση του ζωικού κεφαλαίου.
«Χωρίς βοσκότοπο ο κτηνοτρόφος αναγκάζεται να αγοράζει τις ζωοτροφές ή να παράξει τις δικές του, αλλά αυτό του εκτινάσσει το κόστος και καθιστά την εκτροφή µη βιώσιµη», λέει ο κ. Γιαντσίδης, προσθέτοντας πως λύση αναζητείται, στις συζητήσεις που γίνονται στο επίπεδο των δήµων και αφορούν στον προσδιορισµό των βοσκότοπων και στο κατά πόσο θα καταστεί εφικτό να εισαχθούν στο σύστηµα συµπληρωµατικές εκτάσεις.
Ανάσα για τον κλάδο, σύµφωνα µε τον τεχνολόγο του Συνεταιρισµού, ∆ηµήτρη Πατούση, θα µπορούσε επίσης να αποτελέσει µια απόφαση τέτοια που να έλεγε ότι οι σταβλισµένες αγελαδοτροφικές γαλακτοπαραγωγικές µονάδες στο νοµό, θα επιδοτηθούν µε άλλο τρόπο, για παράδειγµα επί της αγοράς των ζωοτροφών τους, ώστε τα βοσκοτόπια τα οποία δικαιούνται να δοθούν σε εκτροφές βουβαλιών, που δεν γίνεται να σταβλιστούν.
Πονοκέφαλος η άδεια της μονάδας
Μεγάλος πονοκέφαλος για τους παραγωγούς είναι και η εξασφάλιση αδειών λειτουργίας εγκαταστάσεων, µε τους συνοµιλητές µας να επισηµαίνουν ότι κάποιες εκτροφές αναγκάζονται από το Φορέα ∆ιαχείρισης να εγκαταλείψουν τον υγροβιότοπο και να πάνε στα βουνά, κάτι που, όµως, δεν ενδείκνυται, διότι το ενδιαίτηµα του βούβαλου είναι µέσα στον υγροβιότοπο. Αυτή την περίοδο, πάντως, οι βουβαλοτρόφοι βρίσκονται σε διαδικασία έκδοσης αδειών οι οποίες, ωστόσο, αφορούν σε λειτουργία 4-5 ετών και όχι 12-20 που ζητούν. Το κυριότερο, πρόβληµα, παρόλα αυτά είναι ότι η διαδικασία καθυστερεί πολύ κι ίσως προκαλέσει ζήτηµα ένταξης εκτροφών στο πρόγραµµα ενίσχυσης των απειλούµενων φυλών, καθώς θεωρείται προϋπόθεση η ύπαρξή της γι’ αυτό.
«Χωρίς την επιδότηση ο πληθυσµός από τα 400 ζώα που ήταν το 1990, δεν θα µπορούσε να φτάσει στα 3.800 σήµερα, γιατί οι εκτροφές πολύ δύσκολα θα παραµείνουν βιώσιµες», αναφέρει ο κ. Γιαντσίδης, σηµειώνοντας ότι το νέο πρόγραµµα, για την περίοδο 2012 – 15, δεν έχει ενεργοποιηθεί ακόµη. Όπως µας πληροφορεί ο κ. Πατούσης, όµως, πριν περίπου ένα µήνα οι δικαιούχοι υπέγραψαν τις νέες συµβάσεις και πλέον αναµένουν από το κράτος να τους πιστώσει τα χρήµατα που τους αναλογούν. «Θα είναι 335 ευρώ για κάθε βουβάλι άνω των 24 µηνών και µε την προϋπόθεση ότι θα υπάρχει ένα αρσενικό, ανά 15 θηλυκά» µας εξηγεί ο τεχνολόγος του συνεταιρισµού, υπογραµµίζοντας ότι «οι περισσότεροι στηρίζονται στην επιδότηση, παρά την πώληση του κρέατος».
Προωθείται πιστοποίηση ΠΓΕ
Η κατανάλωση βουβαλίσιου κρέατος, πάντως, χρόνο µε το χρόνο αυξάνει αλµατωδώς και η παραγωγή δεν φτάνει να καλύψει τη ζήτηση. Τα βουβάλια πρέπει να φθάσουν στα 200-220 κιλά βάρος για να οδηγηθούν στο σφαγείο και δεδοµένου του περιορισµένου αριθµού του ζωικού πληθυσµού, το κρέας απορροφάται στο σύνολό του. Επειδή όµως παρατηρούνται φαινόµενα εξαπάτησης του καταναλωτικού κοινού, µε κρεοπωλεία να πωλούν µοσχαρίσιο ή αγελαδινό κρέας, για βουβαλίσιο, έτσι ώστε να καλύψουν τη ζήτηση, οι βουβαλοτρόφοι σκέφτονται να προχωρήσουν σε πιστοποίησή του κατά ΠΓΕ, ώστε να αποφευχθούν τέτοια κρούσµατα και να λάβει το προϊόν και προστιθέµενη αξία. Παράλληλα συνεχίζουν το πρόγραµµα διατήρησης της καθαρότητας της ελληνικής φυλής βούβαλου (υπάρχουν λίγα κοπάδια µε εισαγωγή ζώων από Ρουµανία και Βουλγαρία) ενώ ζητούν και εντατικοποίηση των κρατικών ελέγχων. «Ελέγχουµε τις µονάδες και κρατάµε στοιχεία για το γενεαλογικό τους δέντρο. Μας ενδιαφέρουν µόνο τα ελληνικά βουβάλια και δεν ασχολούµαστε µε αυτά που έρχονται από τη Ρουµανία και τη Βουλγαρία, γιατί στόχος µας είναι να διατηρήσουµε την ελληνική ράτσα», επισηµαίνει ο κ. Πατούσης.
Στα 4,5 ευρώ η τιµή παραγωγού
«Οι τιµές κατά µέσο όρο κυµαίνονται στα 4,5 ευρώ το κιλό, ανάλογα την ηλικία του ζώου και την ποιότητα του κρέατος», τονίζει ο πρόεδρος του Συνεταιρισµού και δεν κρύβει ότι υπάρχει ενδιαφέρον για το αντικείµενο, αλλά δεν είναι πλέον τόσο έντονο όσο πριν 2-3 χρόνια όταν «µε καλούσαν ακόµη και από την Κρήτη». Σύµφωνα µε τον κ. Γιαντσίδη µε µια εκτροφή της τάξης των 80-100 ζώων, όπου το κόστος κτήσης κάθε ζώου εκτιµάται µεταξύ 500 και 1.000 ευρώ, µπορεί να βγει ένα καλό εισόδηµα. Κρίσιµο είναι βέβαια η εκµετάλλευση να έχει από πριν εξασφαλίσει το πού θα δώσει το κρέας µια και αυτή τη στιγµή τα βασικά κανάλια διάθεσης των προϊόντων στην αγορά είναι οι εταιρείες Μπόρας, Παπαδόπουλος και Κοκονάς, οι οποίες τυποποιούν, συσκευάζουν και τα εµπορεύονται επώνυµα. Αυτό σηµαίνει ότι ένα εγχείρηµα σε µια αποµακρυσµένη περιοχή από τις Σέρρες και για νωπό κρέας, έχει µεγαλύτερες δυσκολίες.
Συμβολαιακή βουβαλοτροφία για αύξηση κεφαλαίου
Για αλµατώδη ζήτηση του βουβαλίσιου κρέατος και των παράγωγων προϊόντων του κάνει λόγο ο Ζέλιος Μπόρας, ο οποίος µαζί µε τον αδελφό του πρωτοστάτησαν να φέρουν το συγκεκριµένο προϊόν στο τραπέζι του ελληνικού νοικοκυριού, καθώς επί χιλιάδες χρόνια τα βουβάλια τα χρησιµοποιούσαν στην Ελλάδα είτε ως ζώα για εργασίες στα χωράφια, είτε για το γάλα τους.
«Ξεκινήσαµε να πουλάµε βουβαλίσιο κρέας το 2001 και από τα µόλις 150 κιλά εκείνης της χρονιάς, το 2013 φτάσαµε σε πωλήσεις 50 τόνων, ενώ για φέτος προβλέπεται να πιάσουµε τους 70 τόνους, µε έναν κύκλο εργασιών στα περίπου 1 εκατ. ευρώ», τόνισε στην Agrenda ο Ζέλιος Μπόρας, σηµειώνοντας πως η εταιρεία στην οποία ηγείται εφαρµόζει ένα είδος συµβολαιακής βουβαλοτροφίας, για να βοηθήσει στην αύξηση του ζωικού πληθυσµού των βουβαλιών και να καλυφθεί η αυξανόµενη ζήτηση. «Έχουµε ένα ποσό για τη συµβολαιακή κτηνοτροφία, ένα κεφάλαιο περίπου 100 χιλ. Ευρώ για φέτος, το οποίο ανακυκλώνεται. Με αυτό δηλαδή χρηµατοδοτούµε χωρίς τόκο τους συνεργαζόµενους βουβαλοτρόφους για να προσέξουν τις συνθήκες διαβίωσης των ζώων και να βελτιώσουν τις εγκαταστάσεις, ενώ, παράλληλα, παρέχουµε και συµβουλευτική υποστήριξη µε κτηνιάτρους και όταν σφάζονται τα ζώα, τότε κλείνονται οι λογαριασµοί», διευκρινίζει ο συνοµιλητής µας.
Νέες συνεργασίες και νέα προϊόντα
Έχοντας κατακτήσει µακράν τη θέση του µεγαλύτερου παίκτη στην αγορά του βουβαλίσιου κρέατος, εξάλλου, η Μπόρας προσφάτως ξεκίνησε συνεργασία µε τα ΑΒ Βασιλόπουλος στα δύο καλύτερα σηµεία που έχει η αλυσίδα στην Αθήνα. «Μας έχει ζητηθεί να καλύψουµε κι άλλα σηµεία πώλησης της αλυσίδας, αλλά δεν µπορούµε να εξυπηρετήσουµε περισσότερα γιατί είµαστε µικρή εταιρεία και είναι µικρή και η παραγωγή», λέει ο κ. Μπόρας, τονίζοντας ότι έχουν τοποθετηθεί όλοι οι κωδικοί προϊόντων της εταιρείας και τα αποτελέσµατα είναι θετικά. Στην Αθήνα, επιπλέον, η εταιρεία συνεργάζεται και µε το Μιράν, το οποίο διακινεί τα προϊόντα της σε περισσότερα από 200 παντοπωλεία, wine bar, καθώς και καταστήµατα µε παραδοσιακά προϊόντα.
Επίσης, η εταιρεία διανύει φέτος τον 3ο χρόνο συνεργασίας µε τα εστιατόρια TGI Friday’s στην Ελλάδα, για τα οποία παράγει ένα berger µε βουβαλίσιο κρέας.
«Όταν ξεκινήσαµε, η κατανάλωση του berger αυτής της εταιρείας ήταν στα 300 κιλά το χρόνο και τώρα έχουµε φτάσει στα 800 κιλά το µήνα”, εξηγεί ο κ. Μπόρας και σηµειώνει πως πλέον η συνεργασία επεκτάθηκε και σε µια σειρά λουκάνικα από βουβαλίσιο κρέας, καθώς «υπάρχει µεγάλη ζήτηση από τους καταναλωτές για ελληνικά προϊόντα και επειδή το βουβαλίσιο κρέας είναι υψηλής διατροφικής αξίας, ο κόσµος το αναζητά».
«Τα βουβάλια είναι ζώα ελευθέρας βοσκής, που σηµαίνει πως ο βοσκότοπος είναι βασικό εργαλείο για µια εκµετάλλευση, ώστε να προσλάβει το ζώο τη χλωρίδα που έχει ανάγκη και να µειωθεί και το λειτουργικό κόστος», εξηγεί στην Agrenda ο πρόεδρος του Κτηνοτροφικού Συνεταιρισµού Βουβαλοτρόφων της Ελλάδος.
Επιδοτήστε τις ζωοτροφές των αγελάδων για να µείνουν οι βοσκότοποι στα βουβάλια
Όπως επισηµαίνει ο Τρύφων Γιαντσίδης, χρόνο µε το χρόνο οι διαθέσιµοι βοσκότοποι σηµειώνουν µείωση, ενώ άλλοι υποβαθµίζονται, µε συνέπεια να µην υπάρχουν οι εκτάσεις για να εξυπηρετήσουν τις υφιστάµενες και µελλοντικές ανάγκες του κλάδου, δεδοµένου ότι είναι έκδηλη η πρόθεση για αύξηση του ζωικού κεφαλαίου.
«Χωρίς βοσκότοπο ο κτηνοτρόφος αναγκάζεται να αγοράζει τις ζωοτροφές ή να παράξει τις δικές του, αλλά αυτό του εκτινάσσει το κόστος και καθιστά την εκτροφή µη βιώσιµη», λέει ο κ. Γιαντσίδης, προσθέτοντας πως λύση αναζητείται, στις συζητήσεις που γίνονται στο επίπεδο των δήµων και αφορούν στον προσδιορισµό των βοσκότοπων και στο κατά πόσο θα καταστεί εφικτό να εισαχθούν στο σύστηµα συµπληρωµατικές εκτάσεις.
Ανάσα για τον κλάδο, σύµφωνα µε τον τεχνολόγο του Συνεταιρισµού, ∆ηµήτρη Πατούση, θα µπορούσε επίσης να αποτελέσει µια απόφαση τέτοια που να έλεγε ότι οι σταβλισµένες αγελαδοτροφικές γαλακτοπαραγωγικές µονάδες στο νοµό, θα επιδοτηθούν µε άλλο τρόπο, για παράδειγµα επί της αγοράς των ζωοτροφών τους, ώστε τα βοσκοτόπια τα οποία δικαιούνται να δοθούν σε εκτροφές βουβαλιών, που δεν γίνεται να σταβλιστούν.
Πονοκέφαλος η άδεια της μονάδας
Μεγάλος πονοκέφαλος για τους παραγωγούς είναι και η εξασφάλιση αδειών λειτουργίας εγκαταστάσεων, µε τους συνοµιλητές µας να επισηµαίνουν ότι κάποιες εκτροφές αναγκάζονται από το Φορέα ∆ιαχείρισης να εγκαταλείψουν τον υγροβιότοπο και να πάνε στα βουνά, κάτι που, όµως, δεν ενδείκνυται, διότι το ενδιαίτηµα του βούβαλου είναι µέσα στον υγροβιότοπο. Αυτή την περίοδο, πάντως, οι βουβαλοτρόφοι βρίσκονται σε διαδικασία έκδοσης αδειών οι οποίες, ωστόσο, αφορούν σε λειτουργία 4-5 ετών και όχι 12-20 που ζητούν. Το κυριότερο, πρόβληµα, παρόλα αυτά είναι ότι η διαδικασία καθυστερεί πολύ κι ίσως προκαλέσει ζήτηµα ένταξης εκτροφών στο πρόγραµµα ενίσχυσης των απειλούµενων φυλών, καθώς θεωρείται προϋπόθεση η ύπαρξή της γι’ αυτό.
«Χωρίς την επιδότηση ο πληθυσµός από τα 400 ζώα που ήταν το 1990, δεν θα µπορούσε να φτάσει στα 3.800 σήµερα, γιατί οι εκτροφές πολύ δύσκολα θα παραµείνουν βιώσιµες», αναφέρει ο κ. Γιαντσίδης, σηµειώνοντας ότι το νέο πρόγραµµα, για την περίοδο 2012 – 15, δεν έχει ενεργοποιηθεί ακόµη. Όπως µας πληροφορεί ο κ. Πατούσης, όµως, πριν περίπου ένα µήνα οι δικαιούχοι υπέγραψαν τις νέες συµβάσεις και πλέον αναµένουν από το κράτος να τους πιστώσει τα χρήµατα που τους αναλογούν. «Θα είναι 335 ευρώ για κάθε βουβάλι άνω των 24 µηνών και µε την προϋπόθεση ότι θα υπάρχει ένα αρσενικό, ανά 15 θηλυκά» µας εξηγεί ο τεχνολόγος του συνεταιρισµού, υπογραµµίζοντας ότι «οι περισσότεροι στηρίζονται στην επιδότηση, παρά την πώληση του κρέατος».
Προωθείται πιστοποίηση ΠΓΕ
Η κατανάλωση βουβαλίσιου κρέατος, πάντως, χρόνο µε το χρόνο αυξάνει αλµατωδώς και η παραγωγή δεν φτάνει να καλύψει τη ζήτηση. Τα βουβάλια πρέπει να φθάσουν στα 200-220 κιλά βάρος για να οδηγηθούν στο σφαγείο και δεδοµένου του περιορισµένου αριθµού του ζωικού πληθυσµού, το κρέας απορροφάται στο σύνολό του. Επειδή όµως παρατηρούνται φαινόµενα εξαπάτησης του καταναλωτικού κοινού, µε κρεοπωλεία να πωλούν µοσχαρίσιο ή αγελαδινό κρέας, για βουβαλίσιο, έτσι ώστε να καλύψουν τη ζήτηση, οι βουβαλοτρόφοι σκέφτονται να προχωρήσουν σε πιστοποίησή του κατά ΠΓΕ, ώστε να αποφευχθούν τέτοια κρούσµατα και να λάβει το προϊόν και προστιθέµενη αξία. Παράλληλα συνεχίζουν το πρόγραµµα διατήρησης της καθαρότητας της ελληνικής φυλής βούβαλου (υπάρχουν λίγα κοπάδια µε εισαγωγή ζώων από Ρουµανία και Βουλγαρία) ενώ ζητούν και εντατικοποίηση των κρατικών ελέγχων. «Ελέγχουµε τις µονάδες και κρατάµε στοιχεία για το γενεαλογικό τους δέντρο. Μας ενδιαφέρουν µόνο τα ελληνικά βουβάλια και δεν ασχολούµαστε µε αυτά που έρχονται από τη Ρουµανία και τη Βουλγαρία, γιατί στόχος µας είναι να διατηρήσουµε την ελληνική ράτσα», επισηµαίνει ο κ. Πατούσης.
Στα 4,5 ευρώ η τιµή παραγωγού
«Οι τιµές κατά µέσο όρο κυµαίνονται στα 4,5 ευρώ το κιλό, ανάλογα την ηλικία του ζώου και την ποιότητα του κρέατος», τονίζει ο πρόεδρος του Συνεταιρισµού και δεν κρύβει ότι υπάρχει ενδιαφέρον για το αντικείµενο, αλλά δεν είναι πλέον τόσο έντονο όσο πριν 2-3 χρόνια όταν «µε καλούσαν ακόµη και από την Κρήτη». Σύµφωνα µε τον κ. Γιαντσίδη µε µια εκτροφή της τάξης των 80-100 ζώων, όπου το κόστος κτήσης κάθε ζώου εκτιµάται µεταξύ 500 και 1.000 ευρώ, µπορεί να βγει ένα καλό εισόδηµα. Κρίσιµο είναι βέβαια η εκµετάλλευση να έχει από πριν εξασφαλίσει το πού θα δώσει το κρέας µια και αυτή τη στιγµή τα βασικά κανάλια διάθεσης των προϊόντων στην αγορά είναι οι εταιρείες Μπόρας, Παπαδόπουλος και Κοκονάς, οι οποίες τυποποιούν, συσκευάζουν και τα εµπορεύονται επώνυµα. Αυτό σηµαίνει ότι ένα εγχείρηµα σε µια αποµακρυσµένη περιοχή από τις Σέρρες και για νωπό κρέας, έχει µεγαλύτερες δυσκολίες.
Συμβολαιακή βουβαλοτροφία για αύξηση κεφαλαίου
Για αλµατώδη ζήτηση του βουβαλίσιου κρέατος και των παράγωγων προϊόντων του κάνει λόγο ο Ζέλιος Μπόρας, ο οποίος µαζί µε τον αδελφό του πρωτοστάτησαν να φέρουν το συγκεκριµένο προϊόν στο τραπέζι του ελληνικού νοικοκυριού, καθώς επί χιλιάδες χρόνια τα βουβάλια τα χρησιµοποιούσαν στην Ελλάδα είτε ως ζώα για εργασίες στα χωράφια, είτε για το γάλα τους.
«Ξεκινήσαµε να πουλάµε βουβαλίσιο κρέας το 2001 και από τα µόλις 150 κιλά εκείνης της χρονιάς, το 2013 φτάσαµε σε πωλήσεις 50 τόνων, ενώ για φέτος προβλέπεται να πιάσουµε τους 70 τόνους, µε έναν κύκλο εργασιών στα περίπου 1 εκατ. ευρώ», τόνισε στην Agrenda ο Ζέλιος Μπόρας, σηµειώνοντας πως η εταιρεία στην οποία ηγείται εφαρµόζει ένα είδος συµβολαιακής βουβαλοτροφίας, για να βοηθήσει στην αύξηση του ζωικού πληθυσµού των βουβαλιών και να καλυφθεί η αυξανόµενη ζήτηση. «Έχουµε ένα ποσό για τη συµβολαιακή κτηνοτροφία, ένα κεφάλαιο περίπου 100 χιλ. Ευρώ για φέτος, το οποίο ανακυκλώνεται. Με αυτό δηλαδή χρηµατοδοτούµε χωρίς τόκο τους συνεργαζόµενους βουβαλοτρόφους για να προσέξουν τις συνθήκες διαβίωσης των ζώων και να βελτιώσουν τις εγκαταστάσεις, ενώ, παράλληλα, παρέχουµε και συµβουλευτική υποστήριξη µε κτηνιάτρους και όταν σφάζονται τα ζώα, τότε κλείνονται οι λογαριασµοί», διευκρινίζει ο συνοµιλητής µας.
Νέες συνεργασίες και νέα προϊόντα
Έχοντας κατακτήσει µακράν τη θέση του µεγαλύτερου παίκτη στην αγορά του βουβαλίσιου κρέατος, εξάλλου, η Μπόρας προσφάτως ξεκίνησε συνεργασία µε τα ΑΒ Βασιλόπουλος στα δύο καλύτερα σηµεία που έχει η αλυσίδα στην Αθήνα. «Μας έχει ζητηθεί να καλύψουµε κι άλλα σηµεία πώλησης της αλυσίδας, αλλά δεν µπορούµε να εξυπηρετήσουµε περισσότερα γιατί είµαστε µικρή εταιρεία και είναι µικρή και η παραγωγή», λέει ο κ. Μπόρας, τονίζοντας ότι έχουν τοποθετηθεί όλοι οι κωδικοί προϊόντων της εταιρείας και τα αποτελέσµατα είναι θετικά. Στην Αθήνα, επιπλέον, η εταιρεία συνεργάζεται και µε το Μιράν, το οποίο διακινεί τα προϊόντα της σε περισσότερα από 200 παντοπωλεία, wine bar, καθώς και καταστήµατα µε παραδοσιακά προϊόντα.
Επίσης, η εταιρεία διανύει φέτος τον 3ο χρόνο συνεργασίας µε τα εστιατόρια TGI Friday’s στην Ελλάδα, για τα οποία παράγει ένα berger µε βουβαλίσιο κρέας.
«Όταν ξεκινήσαµε, η κατανάλωση του berger αυτής της εταιρείας ήταν στα 300 κιλά το χρόνο και τώρα έχουµε φτάσει στα 800 κιλά το µήνα”, εξηγεί ο κ. Μπόρας και σηµειώνει πως πλέον η συνεργασία επεκτάθηκε και σε µια σειρά λουκάνικα από βουβαλίσιο κρέας, καθώς «υπάρχει µεγάλη ζήτηση από τους καταναλωτές για ελληνικά προϊόντα και επειδή το βουβαλίσιο κρέας είναι υψηλής διατροφικής αξίας, ο κόσµος το αναζητά».
ΠΗΓΗ http://www.agronews.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου