Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

70 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΤΟΥ '44 Η δύσκολη επιστροφή των Εβραίων επιζώντων

Η επιστροφή όσων επέζησαν από τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως αυτό του Αουσβιτς, υπήρξε δύσκολη ενώ η επανένταξή τους ακόμη δυσκολότερη
«Σε ένα από τα παραπήγματα του απαισίου στρατοπέδου του Μπάρι, τελευταίο σταθμό που χρειάστηκε να κάμουν όσοι Ελληνες γλύτωσαν, πριν πατήσουν τον μώλο του Πειραιώς, ξεχώριζε με μεγάλα εβραϊκά γράμματα μια επιγραφή, που ήταν ταυτόχρονα και ένας αναστεναγμός: HAVODA HAYA HAYYENOU (Η ζωή μας είναι μια σκληρή δουλεία)».
Για τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος, το τέλος του πολέμου δεν σηματοδότησε το τέλος της βίας, του φόβου, των διώξεων και της αδικίας. Η βαρύτητα του Ολοκαυτώματος στην ιστοριογραφία, τη συλλογική μνήμη και τον δημόσιο λόγο, μοιραία υποφωτίζει το γεγονός πως η επιστροφή όσων επέζησαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης υπήρξε δύσκολη, η επανένταξη δυσκολότερη και αντίστοιχη με τον αποκλεισμό της εμπειρίας των Εβραίων από το εθνικό αφήγημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επαναπατρισθέντες καταγράφονταν στην «Υπηρεσία Αλλοδαπών». Ο ραβίνος της Θεσσαλονίκης Μίκαελ Μόλχο αναφέρει:
«Οσοι γλύτωσαν δεν ένοιωσαν τη χαρά της γλυκύτητας που γεννά η επιστροφή. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς χρειάστηκε να περιπλανηθούν πολύ πριν κατορθώσουν να βρουν κάποιο φτωχικό στέκι. Είχαν την αυταπάτη μιας ενθουσιώδους υποδοχής, φαντάζονταν πως θα τους περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες, σαν παιδιά αγαπημένα, σαν πρίγκηπες. Και τους δέχθηκαν με αδιαφορία, ακόμη και με εχθρότητα».
Ενα από τα πολλά ιστοριογραφικά κενά είναι η μελέτη της ίδιας της κατηγορίας «επιζών του Ολοκαυτώματος». Αυτή η κατηγορία δεν έχει προσεγγιστεί κοινωνιολογικά, ψυχαναλυτικά, ακόμα και πολιτικά. Με ποιους όρους επέστρεψαν οι άνθρωποι που επέζησαν της ανείπωτης καταστροφής; Τι αντιμετώπισαν, ποια ήταν τα προβλήματα που έπρεπε να επιλύσουν, σε ποιες πόλεις επέστρεψαν και με ποιους όρους αναδόμησαν τη ζωή τους απ’ το μηδέν;
Κλοπή και αποκατάσταση
Μετά το τέλος του πολέμου, οι υλικές ανάγκες των επιζώντων της Σοά ήταν μεγάλες και πιεστικές. Μεταξύ 1945 και 1949, ο αριθμός των εκτοπισμένων (displaced persons, DPs) είχε φτάσει τους 250.000. Οι DPs λάμβαναν τη βασική βοήθεια από την UNRRA και τον Διεθνή Οργανισμό Προσφύγων, καθώς και από τις συμμαχικές δυνάμεις και διεθνείς εβραϊκούς οργανισμούς, όπως την Joint Distribution Committee. Το οικονομικό βάρος για τη συντήρηση των DPs μεγάλωνε, ωστόσο το δικαίωμα των Εβραίων σε μια καινούργια ζωή και στην επανόρθωση των ιστορικών αδικιών ήταν αυταπόδεικτο. Ο καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Κόνραντ Αντεναουερ κατέστησε εξαρχής σαφές ότι το κράτος του ήταν πρόθυμο να προβεί σε έμπρακτες επανορθωτικές κινήσεις για όσους επλήγησαν βαριά απ’ τον πόλεμο. Το 1953- ‘54 δόθηκαν από τη Δυτική Γερμανία οι πρώτες αποζημιώσεις στο Ισραήλ, 73.800.000 δολάρια, ποσό μεγαλύτερο απ’ αυτό που συμφωνήθηκε στη Συμφωνία του Λουξεμβούργου. Απ’ την άλλη, προφανώς και ωφελήθηκε η Δυτική Γερμανία με αυτήν την κίνηση, καθώς βελτίωσε την εικόνα της και μπόρεσε να εισέλθει στη διεθνή πολιτική κονίστρα και να εγκαθιδρύσει διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, ενώ αυτή η Συμφωνία σηματοδότησε ένα καινούργιο μοντέλο απονομής αποζημιώσεων που πρωτοεφαρμόστηκε μόλις τότε.
Μετά το τέλος του πολέμου, στην Ελλάδα δημιουργήθηκε ο ΟΠΑΙΕ (Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως Ισραηλιτών Ελλάδος), που είχε σκοπό την αποκατάσταση των ομοθρήσκων που επέζησαν των φυλετικών διωγμών. Οσοι είχαν συγγενείς που χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα ή ήταν οι ίδιοι επιζώντες, μπορούσαν να διεκδικήσουν την κλαπείσα περιουσία τους, καθώς και τις γερμανικές αποζημιώσεις. Υποβλήθηκαν 3.600 δηλώσεις. Ωστόσο, για τις εβραϊκές κοινότητες στην Ελλάδα, οι γερμανικές αποζημιώσεις ουσιαστικά δεν ήρθαν ποτέ, για λόγους που δεν είναι δυνατόν να αναλυθούν εδώ.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου θέσπισε νόμο για τη διαχείριση και επιστροφή των περιουσιών στους ιδιοκτήτες τους, αλλά η εφαρμογή του νόμου ήταν προβληματική. Ενώ η επίσημη πολιτική του υπουργείου Εξωτερικών ήθελε να συνδέσει το εβραϊκό ζήτημα με την προώθηση των εθνικών συμφερόντων (γερμανικές αποζημιώσεις κ.λπ.), σε υπηρεσιακό επίπεδο Ελληνες στρατιωτικοί, δικαστές και αστυνομικοί δεν πίεζαν τους Ελληνες πολίτες να παραδώσουν τις κατασχεμένες περιουσίες, ενώ το υπουργείο Εξωτερικών προσπαθούσε να καθυστερήσει τον επαναπατρισμό των Ελλήνων Εβραίων που είχαν σωθεί από τα στρατόπεδα. Ακόμη και το 1947, που η κυβέρνηση Σοφούλη όρισε προσωρινό διαχειριστή των περιουσιών το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο (ΚΙΣ), μέχρι να εκδοθεί το σχετικό βασιλικό διάταγμα, δεν μεταβιβάστηκε στο ΚΙΣ το πιστωτικό υπόλοιπο από τα μισθώματα ισραηλιτικών ακινήτων του λογαριασμού της ΥΔΙΠ στην Τράπεζα της Ελλάδας, που ανερχόταν στις 31 Οκτωβρίου 1947 σε 102.592.651 δραχμές. Τελικά μόνο 300 κατοικίες και 50 καταστήματα επιστράφηκαν στους ιδιοκτήτες τους.
Στην Αθήνα της απελευθέρωσης
Ο δικηγόρος Ασέρ Μωϋσής περιγράφει την ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας στις 12 Οκτωβρίου 1944. Αφού βεβαιώθηκαν αυτός και κάποιοι άλλοι Εβραίοι ότι δεν κινδύνευαν, πήγαν αμέσως στη Συναγωγή της οδού Μελιδώνη, «σαν θαλασσοδαρμένοι και σαν ναυαγοί, σκελετωμένοι απ’ την πείνα και πρησμένοι απ’ την αβιταμίνωση, κακοντυμένοι και με φυσιογνωμίαν ζωγραφίζουσαν την θλίψην και την αγωνίαν μας». Εκαναν μια θρησκευτική τελετή για τους δικούς τους που είχαν εκτοπιστεί. Δεν γνώριζαν ακόμα την τύχη τους, είχαν ελπίδες και τους περίμεναν μέχρι που συνειδητοποίησαν ότι δεν θα επιστρέψουν ποτέ. Ο Μωϋσής ήταν και ο πρώτος που εκφώνησε λόγο στη Συναγωγή αμέσως μετά την απελευθέρωση, τον Οκτώβριο του ’44. Ηταν η πρώτη τελετή μνήμης για το Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων, ανέφερε:
«Δεν λησμονούμε τους αδικοσκοτωμένους αδελφούς μας, που στην προσπάθεια να ξεφύγουν από τα δόντια του λυσσασμένου Ξανθού Κτήνους εύρον άδικον και μαρτυρικόν θάνατον εις τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του Χαϊδαρίου, του Παύλου Μελά και αλλού».
Ο ίδιος ο Μωϋσής, με περίπου εκατό Εβραίους, συγκεντρώθηκαν ξανά στις 12 Νοεμβρίου 1944 στη Συναγωγή, σε μια θορυβώδη συνέλευση, εκλέγουν ένα δωδεκαμελές συμβούλιο με την επωνυμία Κεντρικόν Ισραηλιτικόν Συμβούλιον Συντονισμού και Γνωματεύσεως, που θα εκπροσωπούσε όλες τις διαλυμένες Κοινότητες και θα ρύθμιζε τη διοίκησή τους. Την 21η Νοεμβρίου, η Εθνική Κυβέρνηση αναγνωρίζει το Συμβούλιο με απόφαση του υπουργείου Θρησκευμάτων. Από τις 26 Κοινότητες που υπήρχαν στην Ελλάδα και στα Δωδεκάνησα όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ανασυσταίνονται επτά με πλήρη δικαιώματα και προνόμια, δεκατρείς με δικαιώματα περιορισμένα και έξι εξαφανίζονται, μεταξύ τους οι Κοινότητες Αλεξανδρούπολης, Ορεστιάδος και Χανίων.
Στην «πόλη των φαντασμάτων»
Η ιδιαιτερότητα της Θεσσαλονίκης συγκριτικά με τις άλλες πόλεις ήταν ότι σε αυτήν έμενε η πολυπληθέστερη εβραϊκή κοινότητα. Το κομμένο νήμα συνδέεται στις 6 Δεκεμβρίου 1944, όταν συνεδριάζει για πρώτη φορά η νέα διοικούσα επιτροπή της Κοινότητας. Στις 13 Δεκεμβρίου ακολουθεί μια ιδιαίτερη συνάντηση στη Συναγωγή. Συγκεντρώνονται Εβραίοι καταστηματάρχες όπου «αντιπρόσωποι της οργανώσεως ΕΑΜ θέλουσι αυτοπροσώπως ακούσει τα αιτήματα ενός εκάστου και θέλει βάσει τούτων ικανοποιηθεί έκαστος». Με τη μεσολάβηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και συγκεκριμένα του αρμόδιου Γραφείου Προστασίας Ισραηλιτών που είχε συγκροτήσει η Εθνική Πολιτοφυλακή (η «αστυνομία» του ΕΑΜ), η Κοινότητα πέτυχε την εκκένωση των γραφείων στην Ερμού 32 που κατείχε ένας Λαμπρόπουλος και του δόθηκε προθεσμία μέχρι την 1/1/1945 για να φύγει. Η αξία αυτού του ιστορικού τεκμηρίου είναι μεγάλη, δεν γνωρίζουμε παρόμοια περίπτωση σύστασης ειδικής ομάδας προστασίας των Ισραηλιτών και απόδοσης των ιδιοκτησιών τους, πόσο μάλλον από τις ένοπλες οργανώσεις ασφαλείας της κομμουνιστικής αντίστασης.
Αργότερα, στις 15 Μαρτίου 1945, έφτασε στη Θεσσαλονίκη ο πρώτος μάρτυρας που ξέφυγε από το Αουσβιτς. Ονομάζεται Λέων Μπατής. Οι λίγοι Εβραίοι που απόμειναν στην πόλη συγκινήθηκαν βαθιά με την ιδέα πως ίσως μπορούσαν να μάθουν νέα για τους συγγενείς τους. Τον συνάντησαν κατά τις 10 το βράδυ σε ένα καφενείο της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τους φάνηκε λιγάκι εξαγριωμένος, είχε ένα ύφος κουρασμένο. Τον ακούν όλοι με ειρωνική δυσπιστία, σκέφτονταν ότι προφανώς είχε χάσει τα λογικά του. Τα αφηγείται όλα στο καφενείο, τον ακούν με φρίκη, στο τέλος κανείς δεν πίστεψε τίποτα…
*Η Αννα Μαρία Δρουμπούκη είναι διδάκτορας Νεότερης Ιστορίας. Το βιβλίο της «Τόποι της Μνήμης, μνημεία της λήθης. Ιχνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη», κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις Πόλις.
πηγη http://www.efsyn.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου