Ηταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τη Βουλή που βρισκόταν στον τρίτο χρόνο της θητείας της. Αδύνατο, γιατί το πολίτευμα στη χώρα μας είναι κομματοκρατία: οι θεσμοί υπηρετούν τα κόμματα – δεν είναι δημοκρατία: δεν υπηρετούν την κοινωνία οι θεσμοί.
Για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας το Σύνταγμα απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία (τη θετική ψήφο 180 βουλευτών). Κι αυτό επειδή, όταν συντάχθηκε το ισχύον Σύνταγμα, στον Πρόεδρο αναγνώριζε ισχνές, αλλά πάντως κάποιες αρμοδιότητες ρυθμιστή του πολιτεύματος, ελέγχου ενδεχόμενων αυθαιρεσιών της εκτελεστικής εξουσίας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου απογύμνωσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από κάθε ρυθμιστική αρμοδιότητα, τον κατέστησε διακοσμητική απλώς φιγούρα, συμπλήρωμα των φουστανελοφόρων της προεδρικής φρουράς. Η αυξημένη πλειοψηφία ήταν πια περιττή. Ομως ούτε το πράσινο ούτε το γαλάζιο ΠΑΣΟΚ είχαν την εντιμότητα να αναθεωρήσουν τη συνταγματική απαίτηση της «αυξημένης», όταν εξέλιπε ο σκοπός στον οποίο η απαίτηση απέβλεπε.
Κάθε κανονιστική διάταξη, όταν καταστεί άσκοπη πια και άχρηστη, εύκολα διαστρέφεται σε μέσο εξυπηρέτησης στόχων αλλότριων από τον αιτιώδη και αρχικό. Ετσι και η αυξημένη πλειοψηφία για την εκλογή Προέδρου μεταποιήθηκε σε ευκαιρία ανατροπής της κυβέρνησης, όταν αυτή διαθέτει μεν πλειοψηφία στη Βουλή, αλλά όχι αυξημένη. Ενα καθεστώς κομματοκρατίας μπορεί να παίζει με τους θεσμούς, ακόμα και με το Σύνταγμα, παραβλέποντας ότι η νέμεσις παραμονεύει.
Η κυβερνητική σιαμαία συμφυΐα των άλλοτε φανατισμένων αντιπάλων, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., εμφανίστηκε πανικόβλητη μπροστά στο ενδεχόμενο να μην εξασφαλίσει την απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία για την εκλογή Προέδρου. Πώς ξεχωρίζει η απλή «ανησυχία» από τον κατάφωρο «πανικό»; Το κριτήριο είναι η απώλεια της ψυχραιμίας. Η κυβερνητική συνεργασία έδειξε να χάνει κάθε έλεγχο αυτοκυριαρχίας με την πιθανότητα και μόνο πρόωρων εκλογών. Πρόσφερε στην αξιωματική αντιπολίτευση το απίστευτο δώρο: να την θεωρεί οπωσδήποτε νικήτρια στην επερχόμενη αναμέτρηση – της χάρισε ολοπρόθυμα την πρωτιά στην «παράσταση νίκης». Γέννησε στο εκλογικό σώμα τη λογικά συνεπέστατη υποψία ότι τον τρόμο προκαλούν συγκαλυμμένες ευθύνες για ποινικά αδικήματα. Εξάλλου η κοινή γνώμη δεν μοιάζει πιθανό να πίστεψε ποτέ ότι η καταλήστευση του κοινωνικού χρήματος περιοριζόταν, επί τόσα χρόνια, στην περίπτωση Τσοχατζόπουλου.
Η συνηθέστερη αντίδραση του πανικόβλητου είναι η προσπάθεια να τρομοκρατήσει καταδείχνοντας τον αντίπαλο σαν καταστροφική απειλή. Και όταν πανικόβλητοι είναι όσοι έχουν αρρωστημένη εξάρτηση από την ηδονή της εξουσίας, τότε για να πετύχει η τρομοκράτηση επιστρατεύεται το κύρος των θεσμών: Βγαίνει ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος και υπαινίσσεται οικονομική καταστροφή στην περίπτωση που κερδίσει τις εκλογές ο αντίπαλος των σημερινών διαχειριστών της εξουσίας. Επιστρατεύονται και θεσμικά όργανα της Ε.Ε. να βεβαιώσουν την ίδια απειλή. Τεταρτοκοσμικός πρωτογονισμός.
Με τον κορυφαίο των θεσμών, το Σύνταγμα, εμφανίστηκε να παίζει και ο προταθείς από τη σχετική (όχι αυξημένη) πλειοψηφία για Πρόεδρος της Δημοκρατίας: Μόλις προέκυψε ως υποψία το ενδεχόμενο να τον υπερψηφίσει το κόμμα της «Χρυσής Αυγής», έσπευσε να δηλώσει την άρνησή του να εκλεγεί στην Προεδρία με τις ψήφους των νεοναζιστών τραμπούκων. Δεχόταν τη συνταγματική προϋπόθεση νομιμότητας της εκλογής του: την παρουσία στη Βουλή των εκλεγμένων από μισό εκατομμύριο Ελληνες φασιστοειδών, αλλά μόνο για να τον καταψηφίσουν. Αρνιόταν τη συνταγματική προϋπόθεση νομιμότητας, αν επρόκειτο να τον υπερψηφίσουν!
Ο υποδειχθείς υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήθελε μία χρήση του Συντάγματος «α-λα-καρτ»: να επιλέγει εφαρμογές ανάλογα με τον εντυπωσιασμό που θέλει να προκαλέσει. Το κόμμα του διατηρούσε ως «σύνδεσμο» με τους τραμπούκους νεοναζιστές τον Γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου, αλλά γι’ αυτό το γεγονός ένιωθε αθώος ο υποψήφιος Πρόεδρος. Θα τον ενοχλούσε μόνο, για λόγους εντυπώσεων, να τον υπερψηφίσουν οι συνδιαλεγόμενοι με τον εξ απορρήτων του πρωθυπουργού κρατικό αξιωματούχο.
Η ελληνική κοινωνία μοιάζει παγιδευμένη σε εφιαλτικό αδιέξοδο: Χρειάζεται πολιτική ηγεσία σε ρόλο κοινωνικού αναμορφωτή, και διαθέτει μόνο σπιθαμιαίους κομματαρχίσκους. Πρέπει να σχεδιαστούν και να οικοδομηθούν εξ υπαρχής θεσμοί και λειτουργίες του κράτους. Κάποιος να εμπνεύσει και να διεγείρει δημιουργικό οίστρο, πείσμα παραγωγικότητας. Να παταχθεί θεσμικά και να αφανιστεί το πελατειακό κράτος, να κατασταθεί ανένδοτη αξιοκρατία, καταξίωση της αριστείας, κράτος δικαίου, κοινωνικός έλεγχος της ποιότητας. Να αυτονομηθεί ο συνδικαλισμός από τα κόμματα, να εξοβελιστούν οι κομματικές νεολαίες από τα πανεπιστήμια και τα σχολειά. Ή θα επιχειρηθούν τέτοια κολοσσιαία άλματα ή η κοινωνία θα συνεχίσει τη διολίσθηση στον πρωτογονισμό και στο χάος. Μέση λύση («βελτιώσεων») δεν υπάρχει πιά.
Με αυτά τα δεδομένα, τα ολοκληρωτικά εκφυλισμένο κομματικό μας σύστημα μας προσφέρει δυο άκρως προβληματικές επιλογές: Να αμνηστεύσουμε, δίνοντάς της παράταση φυτικής επιβίωσης, την τάχα και πολιτική της σιαμαίας συμφυΐας, που καμώνεται ότι ασκεί εξουσία τα τελευταία δυόμισι χρόνια στη χώρα μας. Να παραβλέψουμε την ανυπόφορη ανικανότητά τους, την αναιδέστατη, μικρονοϊκή καυχησιολογία τους, το ρημαδιό στη δική μας ζωή, για να διασώσουν αυτοί το πελατειακό τους κράτος. Να ξεχάσουμε ότι θάψανε τελικά την «κλοπή του αιώνα» στο υπουργείο Αμυνας, θάψανε τη «λίστα Λαγκάρντ», κουκούλωσαν το αίσχος Μπαλτάκου, ασέλγησαν ηλίθια στην ΕΡΤ για να στήσουν την παιδαριωδία της ΝΕΡΙΤ.
Και η εναλλακτική επιλογή είναι ο ΣΥΡΙΖΑ: Οσα στελέχη του έχουν παρελθόν στον δημόσιο βίο, παραπέμπουν στον εφιαλτικό σκοταδισμό που γνώρισαν τα πανεπιστήμια, τα σχολειά και οι λεγόμενοι «θεσμοί πολιτισμού» της χώρας, όταν το ΠΑΣΟΚ είχε παραχωρήσει αυτό το πεδίο πολιτικής στο «εγγράμματο» παραμάγαζό του: τον «Συνασπισμό». Και παραμένει με τον ΣΥΡΙΖΑ η ελληνική Αριστερά γαντζωμένη στον παλαιοημερολογίτικο «διεθνισμό» του Ζαχαριαδισμού, με φλάμπουρο τον μηδενισμό κάθε ποιότητας ζωής που έχει σχέση με πατρίδα, γλώσσα, λαϊκή παράδοση. Συνονθύλευμα από εισαγόμενες ιδεοληψίες ο ΣΥΡΙΖΑ, γι’ αυτό και χωρίς στόχους κοινωνικούς άλλους από τις οικονομικές «διευθετήσεις».
Αυτό είναι το εκλογικό μας δίλημμα και δεν επιδέχεται συναισθηματισμούς και επιπολαιότητες. Απαιτεί σοβαρότητα, σκέψη, κρίση, συνείδηση ευθύνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου