Ο γιος ενός άσημου χτίστη ανακοινώνει πως είναι ο απεσταλμένος του Υψίστου, την έλευση του οποίου έχουν προαναγγείλει από καιρό οι Γραφές. Το κήρυγμά του συνασπίζει τους δυσαρεστημένους από την εξουσία και καταλήγει στην οικοδόμηση του πρώτου άτυπου Ισλαμικού Κράτους. Απέναντί του ορθώνεται ο Ελληνας «νέος Λεωνίδας» με 135 μπακάληδες.
Το σημαντικότερο γεγονός της χρονιάς που φεύγει υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, η ξαφνική ανάδυση του άτυπου Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIS) και των παραφυάδων του στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής, η «εδαφοποίηση» με άλλα λόγια του ακραίου φονταμενταλιστικού κινήματος που μέχρι τώρα εκφραζόταν σχεδόν αποκλειστικά από τα σκοτεινά τρομοκρατικά δίκτυα της Αλ Κάιντα. Το κενό εξουσίας που προκάλεσε η αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ και η κατακερματσμένη συριακή επανάσταση καλύφθηκε τελικά από μια συμμαχία των ντόπιων εμπόρων και λοιπών «νοικοκυραίων» με την πιο σκοταδιστική εκδοχή του πολιτικού Ισλάμ, το μεσανατολικό ισοδύναμο της ανθρωποφάγας «νέας τάξης» του ευρωπαϊκού φασισμού. Οι εύστοχες επικοινωνιακές επιδόσεις του οποίου, απευθυνόμενες στη Δύση με τη μορφή των βιντεοσκοπημένων τελετουργικών αποκεφαλισμών, απειλούν να θέσουν με τη σειρά τους τέλος σε δυόμισι αιώνες διαφωτισμού, τροφοδοτώντας την άνοδο ενός συμμετρικού φασισμού με θρησκευτικές επίσης αποχρώσεις, «ιουδαιοχριστιανικής» τούτη τη φορά κοπής.
Δεν πρόκειται φυσικά για την πρώτη φορά που ένα πολιτικό κίνημα ντύνεται με θρησκευτική περιβολή. Η εργαλειοποίηση της θρησκείας, ως μέσου κινητοποίησης των λαϊκών μαζών, είναι μια υπόθεση εξίσου παλιά όσο και η ίδια η λατρεία κάποιου υπέρτατου όντος. Οπως γνωρίζουμε λ.χ. από το μνημειώδες έργο του Νόρμαν Κον για τα μεσσιανικά κινήματα του ευρωπαϊκού μεσαίωνα, επί περίπου μιάμιση χιλιετία κάθε κοινωνικά ανατρεπτική επαγγελία έπαιρνε αναγκαστικά τη μορφή χριστιανικής αίρεσης. Αλλά και στον μουσουλμανικό κόσμο δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Στο αποκορύφωμα της κλασικής αποικιοκρατίας, την τελευταία εικοσαετία του ΙΘ΄ αι., το πρώτο αξιόλογο αντιαποικιακό κίνημα του αραβικού κόσμου, η αρχικά νικηφόρα επανάσταση του Σουδάν (1881-1898) ταυτίστηκε για τους οπαδούς της με την έλευση του Μεσσία (Μάχντι) που, σύμφωνα με την ισλαμική εσχατολογία, θα βασιλεύσει στη γη για 7, 9 ή 19 χρόνια μέχρι την ημέρα της Κρίσης.
Το ντοκουμέντο
Για την εμφάνιση αυτού του μουσουλμάνου Μεσσία, εν έτει 1881, διαθέτουμε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περιγραφή εκείνων των ημερών: την πρώτη σχετική αναφορά του τότε υποπροξένου της Ελλάδας στο Χαρτούμ, Νικολάου Λεοντίδη, προς τον προϊστάμενό του γενικό πρόξενο της Αλεξάνδρειας. Το έγγραφο φέρει χρονολογία 8/20.8.1881 και αριθμό πρωτοκόλλου 29, εντοπίστηκε στο Ιστορικό Αρχείο του ΥΠΕΞ (φ.1881/99.2) και περιγράφει την εμφάνιση του Μάχντι με διατυπώσεις που κινούνται μεταξύ διπλωματικής έκθεσης και ευαγγελικών περικοπών. Η σημερινή ανάγνωση του κειμένου αποπνέει μια πρόσθετη τραγικότητα, καθώς ο συντάκτης του βρήκε τελικά τον θάνατο από τα χέρια των επαναστατών κατά την άλωση του Χαρτούμ το 1885. Για την καλύτερη κατανόηση του περιεχομένου του, υπενθυμίζουμε ότι το Σουδάν αποτελούσε από το 1821 κτήση της Αιγύπτου, που με τη σειρά της μετατράπηκε το 1882 σε αποικία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας με «συγκυρίαρχο» την Οθωμανική:
«Κύριε Γενικέ Πρόξενε!
Κατ’ αυτάς εφάνη εις τα πέριξ του χωρίου Κάβας όπερ κείται εις τον Λευκόν ποταμόν και εις την πλησίον αυτού νήσον Αμπα άνθρωπός τις όστις κηρύττει εαυτόν απεσταλμένον παρά του υψίστου, ίνα κρίνη την ανθρωπότητα. Οι πέριξ των εκεί χωρίων άνθρωποι απλοί και μωρόπιστοι προσήλθον τω απεσταλμένω. Επίσης προσήλθον ή μάλλον προσέρχονται εισέτι πάντες οι κάπως εκ μέρους της Κυβερνήσεως ηδικημένοι εξ όλων των μερών του Σουδάν, ως και οι φύσει οκνηροί και μη εργασθέντες ποτέ αλλά μετερχόμενοι το επάγγελμα του Δερβίσσου καθώς και πάντες οι δυσηρεστημένοι διαφοροτρόπως και περισσότερον όσοι έχασαν τους μαύρους δούλους των ούς η Κυβέρνησις έκαμε στρατιώτας.
Τ’ ανωτέρω ειδοποιηθείσα η Κυβέρνησις εν μέρει έπεμψεν δι’ Ατμοπλοίου ένα πληρεξούσιόν της, άνευ στρατιωτικής δυνάμεως, όστις απελθών εις την Νήσον Αμπα εύρε τον άνθρωπον αυτόν, ήτοι τον ‘Μούχδι’ ονόματι Μουχάμετ Αχμετ καθήμενον εντός της οικίας του, αυτοσχεδίου σπηλαίου, εις ον είπεν ότι ο Γενικός Διοικητής Σουδάν επιθυμεί να τον ίδη˙ ούτος του απήντησε ότι δεν έχει δουλειά με τους Πασσάδες αλλ’ είναι απεσταλμένος παρά του υψίστου όπως τιμωρήση την ανθρωπότητα, αλλ’ ότι ο καιρός του δεν έφθασεν εισέτι και ότι μετά δύο έτη θα παρουσιασθή εν όλη τη δόξη του. Μετά ταύτα ο πληρεξούσιος του Γενικού Διοικητού σύμφωνα με τας οδηγίας του ανεχώρησεν και φθας ενταύθα ανήγγειλε τω Πασσά τα καθέκαστα. Αμέσως η Αυτού Εξοχότης ο Ραούφ Πασσά έπεμψε 200 στρατιώτας και τον πρώην σταλθέντα πληρεξούσιον με διαταγάς του να φέρη ζώντα ή νεκρόν τον μνησθέντα “Φακή” και τους τυχόν αντισταθησομένους˙ και ούτω ανεχώρησαν δι’ Ατμοπλοίου. Τότε δε ήρχισεν ενταύθα μικρός τις ψιθυρισμός˙ τρεις ημέραι μόλις παρήλθον μετά την αναχώρησιν της ανωτέρω δυνάμεως και το μεσονύκτιον της τετάρτης ήλθεν τηλεγραφική είδησις από την Κάβαν του ότι σχεδόν κατεστράφη το στρατιωτικόν σώμα όπερ είχεν υπάγει ίνα φέρη ζώντα ή νεκρόν τον ανωτέρω “Φακή”. Και αμέσως μετά το μεσονύκτιον εν ακαρί διεδόθη η είδησις ότι ο “Φακής”ενίκησε και κατά συνέπειαν αληθή τα λεγόμενά του.
Ούτω ήρχισε να γεννάται φόβος ότι δήθεν μέρος των εντοπίων είναι συνεννοημένοι προς ανατροπήν των καθεστώτων και ότι φόβος υπάρχει μη τυχόν και σηκωθούν οι μαύροι οι ελευθερωθέντες, οίτινες δεν έχουν Κυβέρνησιν, δεν έχουν κυρίους και γυρίζουν εις τους δρόμους ανά σώματα με ράβδους χονδράς από έβενον μη φροντίζοντες δι’ άλλο παρά μόνον πως να φάγουν, να μεθύσουν και να τραγωδούν υβρίζοντες τους Τούρκους, δηλαδή τους χριστιανούς και Τούρκους και τους Δογγολάουι και λαφυραγωγήσουν τον τόπον. Και πράγματι κάπως υπήρχε και υπάρχει φόβος, και εκ των μεν και εκ των δε, των μεν διότι έχασαν και χάνουν μαύρους των καθημερινώς χωρίς να δύνανται να τους αναζητήσουν, των δε όπως εκδικηθούν διότι οι Δογγολάουι τους έφεραν από τα μέρη των. Τότε μετά την απαισίαν είδησιν και αμέσως την επομένην ήρχισαν τα εδώ Προξενεία των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων να σκέπτωνται και να κάμουν παραστάσεις προς την Αυτού Εξοχώτητα τον Γενικόν Διοικητήν Ραούφ Πασσάν και να ειδοποιήσουν και τους ανωτέρους των εν Καΐρω τηλεγραφικώς, όπως και έπραξαν˙ εις ο διάβημα προέβημεν και ημείς τηλεγραφήσαντες τα εικότα προς την υμετέραν Εξοχότητα. Η δε Κυβέρνησις ιδούσα το σπουδαίον του κινήματος έσπευσε ν’ αποστείλη δι’ Ατμοπλοίων όσον στρατόν ηδύνατο να διαθέση και αφήκεν ενταύθα ευάριθμον σώμα αγυμνάστων εισέτι στρατιωτών, όλων μαύρων, μόλις αρκούντων διά την τακτικήν υπηρεσίαν˙ έσπευσεν όμως να τηλεγραφήση εις τας διαφόρους Μουδηρίας όπως αποστείλλωσιν έκαστος εξ αναλογίας μέρος του στρατού των προς την Κάβαν˙ όπως άμα συμπληρωθή το σώμα του στρατού όπερ αρκεί προς τακτικόν πόλεμον, θέλει απέλθει αυτοπροσώπως η Αυτού Εξοχώτης ο Ραούφ Πασσάς ίνα αναλάβη ο ίδιος τα του Γενικού Αρχηγού προς σύλληψιν του “Φακή”, καταδίωξιν και σύλληψιν των οπαδών του και κατευνασμόν των εξημμένων παθών, συνάμα δε και ύψωσιν του Γοήτρου της Κυβερνήσεως. Αυτού δ’ αναχωρούντος η πόλις μας μένει άνευ στρατού δυναμένου να υπερασπίση αυτήν εν ανάγκη, διότι μόλις χθες ετηλεγράφησεν εις διάφορα μέρη του Σουδάν όπως φθάση στρατός διά την πόλιν μας.
Ταύτα ενόμισα καλόν να διαβιβάσω τη Υμετέρα Εξοχότητι
Ευπειθέστατος
Ν. Λεοντίδης»
Ο ιστορικός «Μεσσίας»
Για το οικογενειακό ιστορικό και τα κηρύγματα του νέου Μεσσία, εξίσου εύγλωττο είναι ένα άρθρο της αθηναϊκής «Ακροπόλεως» δυο χρόνια αργότερα, ενώ το κίνημα του Μάχντι κατακτούσε σταδιακά την ενδοχώρα του Σουδάν απειλώντας πλέον την πρωτεύουσα της αποικίας. Παρά τους ειρωνικούς τόνους, το δημοσίευμα αναπαράγει λίγο πολύ πιστά μία από τις συγγενείς παραλλαγές που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή για το πρόσωπο του νέου Μεσσία:
«Θέλετε να τον μάθετε τον ακριβή άραβα Καπετάν προφήτην, διότι και Προφήτης είνε και Καπετάνιος είνε, και Καπετάνιος μάλιστα όστις νικά Αιγυπτίους υπό αρχιστράτηγον και αξιωματικούς Αγγλους.
Ο Μαχδή ανήκει, ως όλοι σχεδόν οι προφήται, εις πτωχοοικογένειαν. Ο πατήρ του ην τέκτων. Βεβαρυμμένος από πολλά παιδιά, απέστειλε τον νεώτερόν του υιόν, τούτον τον Μοχαμέτ Αχμέτ, τον Μαχδήν, εις τον εν Σεννάρ θείον του, όπως τον διδάξη την βυρσοδεψικήν. Ο θείος έδερνε τον ανεψιόν και ο ανεψιός το έστριψε διά Χαρτούμ, όπου εισήλθε εις σχολείον τι περιφήμου δερβίσου, όπου έμαθε να γράφη, να αναγιγνώσκη, εμυήθη δε και τα θρησκευτικά δόγματα. Μετά δύο έτη μετέβη εις Βερβέρ, εκεί έγινε μαθητής άλλου δερβίσου, έχοντος φήμην αγίου. Τον άφησε και αυτόν μετ’ ολίγον και αφιερώθη εις άλλον διδάσκαλον εν Κενέ ονόματι Νουρ-ελ-Δον (Φως της Θρησκείας) όστις το 1870 τον εχειροτόνησε δερβίσην.
Δερβίσης γενόμενος ο Μαχμούτ Αχμέτ εζήλευσε να αποκτήση δόξαν αγίου. Απεσύρθη εις νησύδριόν τι του Νείλου, εκεί έσκαψε υπόγειον σπήλαιον, όπου έζη ως ασκητής, προσευχόμενος, νηστεύων, εξασκών διαφόρους στάσεις ακινησίας. Ηρχισε να προσηλυτίζη μαθητάς, συνέστησε σχολείον και έλαβε τας κατά Μωάμεθ νομίμους τέσσαρας γυναίκας. Τέσσαρας γυναίκας! Τι μάλλον ίδιον ασκητού;
Ενταύθα λήγει το πρώτο αυτού στάδιον. Αίφνης τον Μάιον του 1881 αγγέλλει εις όλους τους Σεΐχας και όλους τους Δερβίσας ότι ο Μωάμεθ εφανερώθη εις αυτόν και του έδωκε εντολήν να αναμορφώση τον Ισλαμισμόν, να εγκαταστήση αληθή ισότητα μεταξύ όλων των πιστών και να θεμελιώση νέον βασίλειον.
Ο διοικητής του Σουδάν, ταραχθείς αμέσως, ηθέλησε να τον συλλάβη. Αλλά τι προφήτης θα ήτο ο Μαχδής, αν εγκαίρως δεν εμυρίζετο το πράγμα και δεν κατέφευγεν εις Κορδοφάν; Εκεί προσηλύτισεν οπαδούς, συνεκρότησε μίαν δζεμαάν (ελληνικήν Βουλήν), απεκήρυξε τον Κεδίβην [τον ηγεμόνα της Αιγύπτου] και ύψωσε την σημαίαν της επαναστάσεως.
Εκτοτε χρονολογείται ο πόλεμος της Αιγύπτου κατά του Μαχδή, ο καταλήξας εις την κατατρόπωσιν του [βρετανού] Χιξ πασά.
Ο Κεδίβης δεν καταπολεμεί μόνον στρατιωτικώς τον Μαχδήν αλλά και πνευματικώς. Ο Λούθηρος της Αιθιοπίας [sic] είχεν εκδώσει εγκύκλιον δι’ ής απεκήρυττεν προς όλους τους αιγυπτίους σεΐχας την “απιστίαν των τούρκων”. Ο αντιβασιλεύς συνεκάλεσε την περίφημον θεολογικήν σχολήν του ελ-Αζχάρ, ήτις επεφορτίσθη να εκδώση φετφάν κατά της προκηρύξεως του Μαχδή.
Η σχολή απήντησεν ότι ναι μεν τα βιβλία γράφουν ότι μίαν ημέραν θα φανή εις τον κόσμον ένας Μαχδής (προφήτης) απεσταλμένος υπό του Θεού και προστατευόμενος παρά του Μωάμεθ, αλλά όλα τα σημεία δεικνύουν ότι ο Μαχδής του Σουδάν δεν είνε ο αληθινός Μαχδής αλλά ψευδοπροφήτης˙ διότι όταν έλθει ο αληθινός τότε θα εκθρονισθή ο Καλίφης [εν προκειμένω, ο σουλτάνος της Κωνσταντινούπολης] και όλοι, η θεολογική σχολή λέγει, γνωρίζομεν ότι ο νυν Καλίφης νομίμως κάθηται επί του θρόνου.
Ο φετφάς τελευταίον αφορίζει τον Μαχδήν και τον παραδίδει εις το πυρ της κολάσεως, ακριβής δε αφορισμός εγένετο όταν ο ψευδοπροφήτης κατέστρεφε διά του πυρός τας φάλαγγας των πιστών Αιγυπτίων» («Ο Μαχδής», Ακρόπολις, 20.11.1883, σ. 4).
Οι 135 του Λεωνίδα
Τελική κατάληξη του μεσσιανικού αυτού κινήματος υπήρξε η πολύμηνη πολιορκία και τελικά η άλωση του Χαρτούμ από τους επαναστάτες (26.1.1885), αφού πρώτα πετσόκοψαν αλλεπάλληλες φάλαγγες αιγυπτιακών και βρετανικών στρατευμάτων που είχαν σταλεί εναντίον τους. Η πτώση του Χαρτούμ έμελλε μάλιστα να αναγορευτεί σ’ ένα από τα σημαδιακότερα «έπη» της βρετανικής αποικιοκρατίας, καθώς επισφραγίστηκε με το αίμα του Αγγλου κυβερνήτη, στρατηγού Τσαρλς Τζορτζ Γκόρντον – γνωστού επίσης σαν «ο Κινέζος» για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του, δυο δεκαετίες νωρίτερα, στην καταστολή της κινεζικής εξέγερσης των Ταϊπίνγκ. Ηρωας και μάρτυρας της βικτοριανής Αλβιώνας, ο Γκόρντον δοξάστηκε σε όλους τους τόνους σαν ένας σύγχρονος Λεωνίδας που υπερασπίστηκε μέχρι θανάτου τον «ευρωπαϊκό πολιτισμό» απέναντι στην τριτοκοσμική «βαρβαρότητα».
Λιγότερο γνωστός είναι ο ρόλος που διεδραμάτισε σ’ αυτή την πολιορκία η ελληνική κοινότητα της πόλης (135 άτομα, ως επί το πλείστον μπακάληδες ή άλλοι έμποροι) κι ο ίδιος ο υποπρόξενος Λεοντίδης. Για τον τελευταίο γνωρίζουμε μόνο πως καταγόταν από τη Λέρο, συνεργάστηκε στενά με τον Γκόρντον και σκοτώθηκε κατά την άλωση της πόλης. Στο ημερολόγιό του, που δημοσιεύτηκε αμέσως μετά τα γεγονότα, ο Αγγλος κυβερνήτης δεν τσιγκουνεύεται τα λόγια για το πρόσωπό του, παρομοιάζοντάς τον -κι αυτόν- με τον αρχαίο βασιλιά της Σπάρτης: «Υποθέτω πως ο φίλος μου Ιγκερτον θα επιστρέψει στους πρόποδες της Ακρόπολης», σημείωνε π.χ. στις 23.9.1884. «Ελπίζω να πει στο βασιλιά των Ελλήνων μερικές καλές κουβέντες για το Λεωνίδα, τον έλληνα πρόξενο του Χαρτούμ που, σ’ ένα μικρότερο θέατρο, αποδεικνύεται ισάξιος του προγόνου του των Θερμοπυλών» («Journal du Général Gordon», Παρίσι 1886, σ. 64).
Για τους Ελληνες του Σουδάν, μικρούς και μεγάλους εμπόρους που δραστηριοποιούνταν στη σκιά της αποικιοκρατίας εκπληρώνοντας χρηματοπιστωτικές λειτουργίες αντίστοιχες μ’ εκείνες των εβραϊκών κοινοτήτων της Ευρώπης, το αντιαποικιακό ισλαμικό κίνημα αντιπροσώπευε φυσικά μια άμεση απειλή. «Μεταξύ των πρώτων θυμάτων» της επέκτασής του στην ενδοχώρα, ενημερώνει χαρακτηριστικά την Αθήνα τον Μάιο του 1882 το γενικό προξενείο της Αλεξάνδρειας, «συγκαταλέγονται και τέσσαρες ριψοκίνδυνοι Ελληνες κάτοικοι του Σεννάρ. Τούτων μεν ο Κουτσούκος τυγχάνει αδελφός του γνωστού πλοιάρχου και δημότου Πειραιώς, οι δε λοιποί αγνώστου διαμονής» (ΙΑΥΕ 1882/5.1, έκθεση αρ.903 της 10/12.5.1882). «Η περίοδος αυτή, που στο Σουδάν επικράτησε η επανάσταση», συνοψίζει στο βιβλίο του για τον ελληνισμό της Αφρικής ο Σωκράτης Προκοπίου, «είναι η περίοδος των μαρτυρίων των ελλήνων αποίκων που -μαζί με τους ολίγους ακόμη ξένους- έγιναν θύματα της πρωτοπόρου εκπολιτιστικής των διεισδύσεως στα βάθη της Μαύρης Ηπείρου. Οπως ο απόστολος κάθε ιδέας νέας και κάθε κηρύγματος διαφορετικού, έτσι και οι εκπολιτιστές Ελληνες του Σουδάν πληρώσανε, άλλοι με το αίμα των και άλλοι με αφάνταστα ψυχικά και σωματικά μαρτύρια, την τόλμη τους να εξυπηρετήσουν τον πολιτισμό στο μέρος αυτό» («Οι Ελληνες στην Αβησσυνία και τις άλλες χώρες της Αφρικής», Αθήναι 1931, σ. 148).
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, «οι Ελληνες του πολιορκημένου Χαρτούμ δείξανε ανδρεία και αυταπάρνηση πραγματικών Σπαρτιατών και γι’ αυτό πολύ σωστά ο Γόρδων παρομοιάσθηκε με τον ατρόμητο Λεωνίδα της Σπάρτης μαχόμενον με τους τριακοσίους κατά μυριάδων βαρβάρων. Αυτοί και μόνον ήσαν οι πιο αφοσιωμένοι συμπολεμιστές του Γόρδωνος στις πιο κρίσιμες στιγμές του» ως ταχυδρόμοι αλλά και ως οδηγοί των Ευρωπαίων που ο κυβερνήτης προσπάθησε -χωρίς επιτυχία- να σώσει στέλνοντάς τους στην Αίγυπτο. Για τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της παροικίας, διαφωτιστικότερη αποδεικνύεται η πληροφορία του συγγραφέα πως «οι Ελληνες του Χαρτούμ υπεστήριξαν την έκδοση χαρτονομίσματος, στην οποία υποχρεώθηκε ο Γόρδων να προβή για ν’ αντιμετωπίση μεγάλες και επείγουσες οικονομικές ανάγκες της φρουράς του» (σ. 150).
Ο καθυστερημένος αυτός ύμνος στο εκπολιτιστικό «φορτίο του λευκού ανθρώπου» δεν μπορούσε παρά να ταυτιστεί πλήρως με τα κυρίαρχα ρατσιστικά αποικιακά στερεότυπα:
«Ο ωραίος ήρωας, ο Γόρδον -που όλη η ζωή του ήταν μια διαρκής νίκη- σημείωσε έναν ακόμη θρίαμβο με τον ένδοξο θάνατό του. Δεν παραδόθηκε στους Σουδανούς αλλ’ έπεσε σαν νέος Λεωνίδας αμυνόμενος μόνος του και όρθιος μέσα στο παλάτι του. Το ίδιο συνέβη και με τους “Σπαρτιάτας του”, τους γενναίους και αφοσιωμένους “ελεύθερους πολιορκημένους” Ελληνες που από 54 που είχαν επιζήσει, οι 47 σφάχτηκαν την μέρα αυτή της απερίγραπτης φρίκης.
Οσοι σωθήκανε δεν ήσαν ευτυχέστεροι εκείνων που χύσανε το αίμα τους σαν πραγματικοί μάρτυρες. [...] Για να μη σφαχτούν δεχτήκανε να γίνουν μουσουλμάνοι και υποχρεωθήκανε να υπανδρευθούν μαύρες σουδανέζες» (σ. 151).
Ντουμ ντουμ και «κινητά καφενεία»
Η βασιλεία του Σουδανού Μεσσία τερματίστηκε άδοξα με τον αιφνίδιο θάνατό του από τύφο στις 22 Ιουνίου 1885, μόνο πέντε μήνες μετά το απόγειο του θριάμβου του. Ακολούθησαν έξι χρόνια εμφύλιων συγκρούσεων ανάμεσα στους τρεις επιγόνους του, καθένας από τους οποίους στηριζόταν σε διαφορετική περιφέρεια της χώρας. Ο τελικός νικητής Αμπνταλάχι Ιμπν Μουχάμαντ, γνωστός ως «χαλίφης», προσπάθησε στη συνέχεια να διατηρήσει τον ιδρυτικό μύθο του καθεστώτος μέσω ενός επεκτατικού τζιχάντ που τον έφερε σε σύγκρουση με όλες τις γειτονικές χώρες – αρχής γενομένης από το γειτονικό χριστιανικό βασίλειο της Αιθιοπίας.
Το τέλος αυτού του πρώιμου Ισλαμικού Κράτους ήρθε το 1898, όταν η αγγλική κυβέρνηση έκρινε πως ήρθε η ώρα να αποκαταστήσει την τρωθείσα αποικιοκρατική τιμή της «ανακτώντας» το Σουδάν και πνίγοντας παραδειγματικά στο αίμα τους απείθαρχους ιθαγενείς του. Η καταστολή των οπαδών του Μάχντι αποτέλεσε επίσης την ευκαιρία για τη δοκιμή νέων όπλων, όπως οι περιβόητες σφαίρες ντουμ ντουμ, η πολεμική χρήση των οποίων έμελλε να απαγορευτεί από τη σύμβαση της Χάγης την επόμενη χρονιά. Από τον ελληνικό Τύπο της εποχής πάντως, τα «κατεξοχήν φονικά» νέα πυρομαχικά έγιναν δεκτά με ανεπιφύλακτο θαυμασμό («Σκριπ» 27.6.1898).
Εξίσου ανεπιφύλακτη υπήρξε, άλλωστε, η συμβολή των ομογενών μας στη νέα αποικιοκρατική εξόρμηση – με το αζημίωτο φυσικά. Οπως διαβάζουμε στο οικείο κεφάλαιο του Προκοπίου, με τον εύγλωττο τίτλο «Και Ελληνες ελευθερωτές του Σουδάν» (σ. 154), η κατάκτηση της χώρας από τον στρατηγό Κίτσενερ πρόσφερε νέες ευκαιρίες στους «τολμηρούς, τους ριψοκίνδυνους και ακούραστους Ελληνας που είτε σαν πιστά λαγωνικά συνώδευαν τον αγγλικό στρατό και τον ανακούφιζαν με τα κινητά καφενεία των, προσφέροντας τ’ αναψυκτικά των, τις κονσέρβες των, τα σιγάρα των, τ’ αρώματά των, σαπούνια, χαρτοφακέλλους και ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου, συμμεριζόμενοι την τύχη των πολεμιστών, είτε ανάλαβαν με μύριους κινδύνους και απερίγραπτες δυσκολίες, χωρίς μεταφορικά μέσα, να προμηθεύουν τα αναγκαία τρόφιμα στον προελαύνοντα αγγλικό στρατό, συνάπτοντες μόνοι τους πραγματικές μάχες με τους Σουδανούς και κατορθώνοντες, με κίνδυνο της ζωής και της περιουσίας των, να είναι ακριβείς στις δύσκολες υποχρεώσεις που ανελάμβαναν».
Διαβάστε:
- Kim Searcy, «The Formation of the Sudanese Mahdist State» (Λάιντεν-Βοστόνη 2011, εκδ. Brill). Διεισδυτική ανατομία του ισλαμικού κράτους που οικοδόμησε στο Σουδάν η επανάσταση του Μάχντι. Ειδικό κεφάλαιο για τη μορφή του Μεσσία /«χαρισματικού ηγέτη» και τη λειτουργία της στο δεδομένο περιβάλλον.
- «Journal de Général Gordon, siège de Khartoum» (Παρίσι 1886, εκδ. Librairie Firmin-Didot et Cie). Γαλλική μετάφραση του ημερολογίου του Γκόρντον, που εκδόθηκε στο Λονδίνο λίγο μετά την άλωση του Χαρτούμ. Ενδιαφέρουσες αναφορές στη στάση των Ελλήνων της πόλης και στον «νέο Λεωνίδα», πρόξενο Νικόλαο Λεοντίδη.
- Σωκράτης Προκοπίου, «Οι Ελληνες στην Αβυσηνία και σ’ άλλες χώρες της Αφρικής» (Αθήνα 1931). Γλαφυρή εξιστόρηση του ελληνικού αποικιακού «έπους» στη Μαύρη Ηπειρο από τον τότε πρόεδρο του ελληνοαιθιοπικού συλλόγου. Ειδικό κεφάλαιο για τους Ελληνες του Σουδάν και τις περιπέτειές τους την εποχή της επανάστασης του Μάχντι.
Δείτε:
- «Χαρτούμ» (Khartoum) του Μπέιζιλ Ντίρντεν (1966). Ψυχροπολεμική αναπαράσταση των γεγονότων του 1885, με ευθείες αναλογίες ανάμεσα στο κίνημα του Μάχντι και τα φιλοκομμουνιστικά αντιαποικιακά κινήματα της εποχής. Στον ρόλο του Μάχντι, ο Λόρενς Ολίβιε.
- «Τα τέσσερα φτερά» (The four feathers) του Ζόλταν Κορντά (1939). Η κλασική ταινία εποχής για την αποικιακή κατάκτηση του Σουδάν, με αναπαραγωγή όλων των σχετικών βικτοριανών στερεοτύπων. Ριμέικ της γυρίστηκαν αργότερα από τον Ντον Σαρπ (1977) και τον Σεχάρ Καπούρ (2002) – η τελευταία εμφανώς επηρεασμένη από τη συγκυρία της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
πηγη http://www.efsyn.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου