Σε μιά ραχούλα καθόνταν ο Σήφης και ο Μανούσος και αγνάντευαν την δύση του ήλιου στον Ψηλορείτη. Κάποια στιγμή πλησιάζει ένας τουρίστας καί τους λέει:
– Ντου γιου σπικ ιγκλις;
Κοιτιώνται οι δυό τους και απαντάει ο Μανούσος:
–
Τς. –
Σπρέχεν ζι ντόιτς; –
Τς. –
Παρλάρε ιταλιάνο; –
Τς. –
Παρλέ βου φρανσέ; –
Τς. –
Πάρλα εσπανιόλ; –
Τς.
Απογοητευμένος ο τουρίστας απομακρύνεται. Λέει ο Σήφης του Μανούσου: –
Μωρέ Μανούσο… – Μμμμ; – Μωρέ Μανούσο δεν κατέχομε καμμιά ξένη γλώσσα. Πρέπει να πάμε να μάθουμε καμμία… –
Γιάντα μωρέ Σήφη; Ήντα να τηνε κάμομε; –
Ε, τί… Για να μπορούμε να συνεννοηθούμε. –
Γιάντα, και τούτος που ήξευρε πέντε μωρέ, συνεννοήθηκε;
Δημήτρης Κυρίκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου