«Το κύριο πλεονέκτημα της πρότασής μας», τονίζουν οι τρεις Γερμανοί ειδικοί, «είναι ότι οι πιστωτές θα ωφεληθούν εάν επανέλθει η ανάπτυξη και ως εκ τούτου θα διεκδικήσουν περισσότερα από τα δάνειά τους σε σχέση με ό,τι θα ήταν δυνατόν διαφορετικά».
Ισως η μεγαλύτερη ζημία που προκάλεσε η αντιπαράθεση της Ελλάδας με τους εταίρους και πιστωτές της είναι η γενική απώλεια εμπιστοσύνης. Αν θέλουμε να επιστρέψει η ανάπτυξη στην Ελλάδα, οι άνθρωποι, οι επιχειρήσεις και οι επενδυτές πρέπει να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους στη βιωσιμότητα της χώρας. Για να επιτευχθεί αυτό, είναι απαραίτητη μια νομιμοποιημένη και ικανή κυβέρνηση, καθώς και μια αποτελεσματική διοίκηση και Δικαιοσύνη.
Ωστόσο, το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους είναι επίσης κεντρικό, ακόμη και αν βραχυπρόθεσμα το κόστος εξυπηρέτησής του είναι αμελητέο. Κανείς δεν αμφισβητεί την ανάλυση του ΔΝΤ ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη.
Το τρίτο πρόγραμμα, το οποίο βρίσκεται πλέον υπό διαπραγμάτευση, έχει ως στόχο να θέσει την Ελλάδα εκ νέου στο σημείο που βρισκόταν στο τέλος του περασμένου έτους: με τις προσδοκίες ανάπτυξης περίπου στο 3%. Το τρίτο αυτό πρόγραμμα δεν αποσκοπεί να αποτελέσει ένα πρόγραμμα μεταβιβάσεων. Στοχεύει στην ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας καθώς και στην εξασφάλιση των δανείων και των εγγυήσεων των πιστωτών. Ενα μεγάλο μέρος των εκταμιεύσεων θα κατευθυνθεί στην αποπληρωμή του χρέους προς τους επίσημους πιστωτές. Αυτό είναι σημαντικό, αλλά δεν αρκεί. Η σημερινή σχέση μεταξύ της εξυπηρέτησης του χρέους και της συμμετοχής στο ενιαίο νόμισμα οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο που αυξάνει την αβεβαιότητα, αποδυναμώνει την ανάπτυξη και κάνει την πλήρη αποπληρωμή του χρέους λιγότερο πιθανή. Δεν θα υπάρξει εμπιστοσύνη και ανάπτυξη στην Ελλάδα χωρίς κάποια λύση στο πρόβλημα του χρέους.
Η πρόταση
Προτείνουμε τη διάρρηξη αυτού του φαύλου κύκλου μέσω της σύνδεσης των επιτοκίων των δανείων με τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με μια υπό όρους αναστολή των αποπληρωμών του χρέους. Μια Ελλάδα χωρίς ανάπτυξη δεν θα πρέπει να καταβάλλει τόκους ή να πραγματοποιεί καταβολές για την αποπληρωμή του χρέους της. Οσο ισχυρότερη είναι η ανάπτυξη τόσο υψηλότερα πρέπει να είναι το επιτόκιο και οι καταβολές προς τους Ευρωπαίους πιστωτές. Η αναστολή αυτή θα σήμαινε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αναβάλει τις καταβολές για την αποπληρωμή εάν δεν φθάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο του ΑΕΠ μέχρι το 2022, όταν και έχει προγραμματιστεί να ξεκινήσει την εξυπηρέτηση των χρεών της προς τους Ευρωπαίους πιστωτές.
Μια τέτοια λύση θα έθετε τέλος στην αβεβαιότητα και θα αναγνώριζε το γεγονός ότι η ελληνική ανάπτυξη είναι κοινή ευρωπαϊκή υπόθεση και προϋπόθεση για να εξυπηρετήσει η Ελλάδα το χρέος της. Η σταθερότητα και η εμπιστοσύνη θα μπορούσαν να επιστρέψουν και μια σημαντική αιτία της τρέχουσας πολιτικής αντιπαράθεσης θα είχε εξαλειφθεί. Εν τω μεταξύ, μια τέτοια προσέγγιση δεν θα μείωνε τα κίνητρα για μεταρρυθμίσεις. Είναι προς το συμφέρον της οποιασδήποτε ελληνικής κυβέρνησης να επιδιώξει μεταρρυθμίσεις φιλικές προς την ανάπτυξη. Φυσικά, το σχέδιο θα πρέπει να καταρτιστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφευχθεί ο λεγόμενος «ηθικός κίνδυνος», ο κίνδυνος, δηλαδή, να λαμβάνονται αποφάσεις ανεύθυνες και καταχρηστικές από κάποιον που ελπίζει ότι τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες θα τις αναλάβουν άλλοι.
Αυτό όμως είναι δυνατό και οι συνθήκες είναι ευνοϊκές. Μια τέτοια λύση θα ήταν επωφελής και για τους πιστωτές. Σε κάθε περίπτωση, κάποια μορφή ελάφρυνσης του χρέους είναι αναπόφευκτη. Το κύριο πλεονέκτημα της πρότασής μας είναι ότι οι πιστωτές θα ωφεληθούν εάν επανέλθει η ανάπτυξη και ως εκ τούτου θα διεκδικήσουν περισσότερα από τα δάνειά τους σε σχέση με ό,τι θα ήταν δυνατόν διαφορετικά. Την ίδια στιγμή, η πρότασή μας έχει αμελητέο αντίκτυπο στους τρέχοντες προϋπολογισμούς των πιστωτών και έτσι δεν έχει σημαντικές συνέπειες όσον αφορά τα συνταγματικά όρια του χρέους τους.
Νομικά επιτρεπτή
Μια αναστολή πληρωμών, που ουσιαστικά είναι ένας τρόπος αναδιάρθρωσης του χρέους της Ελλάδας προς τους επίσημους πιστωτές της –τα άλλα κράτη-μέλη της Ζώνης του Ευρώ, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ)–, είναι νομικά επιτρεπτή εντός του ευρώ. Η θέση του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, ότι ένα προσωρινό Grexit είναι απαραίτητο για οποιαδήποτε αναδιάρθρωση, δεν είναι πειστική. Στην υπόθεση Pringle του 2012, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) έκρινε ότι το άρθρο 125 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΛΕΕ), το οποίο συχνά λανθασμένα αποκαλείται και «ρήτρα μη διάσωσης», «δεν απαγορεύει την παροχή, εκ μέρους ενός ή περισσοτέρων κρατών-μελών, χρηματοοικονομικής συνδρομής σε κράτος μέλος ... εφόσον οι όροι που συνδέονται με τη συνδρομή αυτή είναι τέτοιας φύσεως ώστε να ωθούν το εν λόγω κράτος να εφαρμόσει υγιή δημοσιονομική πολιτική». Φυσικά, αντικείμενο της απόφασης αυτής ήταν η παροχή οικονομικής στήριξης και όχι η αναδιάρθρωση χρέους. Ωστόσο, το ΔΕΕ αποφάσισε αργότερα ότι ακόμη και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα μπορούσε να αναλάβει σημαντικό οικονομικό κίνδυνο στο πλαίσιο του μηχανισμού Οριστικών Νομισματικών Συναλλαγών, γνωστού και με το αγγλικό ακρωνύμιο ΟΜΤ, εφόσον ενεργεί στο πλαίσιο της εντολής της. Παρά το γεγονός ότι το ΔΕΕ δεν έκρινε ρητά ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να συμμετάσχει σε μια αναδιάρθρωση χρέους, από τον συλλογισμό του Δικαστηρίου είναι δυνατό το συμπέρασμα ότι η ΕΚΤ μπορεί να δεχθεί μια αναδιάρθρωση εφόσον η ανάληψη του αρχικού κινδύνου ήταν ζωτικής σημασίας για την άσκηση της νομισματικής της πολιτικής. Το νομικό πλαίσιο της ΕΚΤ είναι ιδιαίτερα αυστηρό, λόγω της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης που κατοχυρώνουν οι Συνθήκες. Εάν, παρά το αυστηρό αυτό πλαίσιο, επιτρέπεται μια αναδιάρθρωση προς την ΕΚΤ, τότε η αναδιάρθρωση του μέρους του ελληνικού χρέους, που κατέχεται από άλλα κράτη-μέλη, το ΕΤΧΣ και τον ΕΜΣ, δεν μπορεί να θεωρηθεί παραβίαση του άρθρου 125 ΣΛΕΕ ― εφ’ όσον αυτό έχει ως σκοπό να επιτευχθεί δημοσιονομική σταθερότητα στην Ελλάδα. Από τη σκοπιά του τελικού αποτελέσματος, το επιχείρημα αυτό καλύπτει και την υπό όρους αναστολή εξυπηρέτησης του χρέους που προτείνεται εδώ.
Μια αναστολή πληρωμών, που ουσιαστικά είναι ένας τρόπος αναδιάρθρωσης του χρέους της Ελλάδας προς τους επίσημους πιστωτές της –τα άλλα κράτη-μέλη της Ζώνης του Ευρώ, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ)–, είναι νομικά επιτρεπτή εντός του ευρώ. Η θέση του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, ότι ένα προσωρινό Grexit είναι απαραίτητο για οποιαδήποτε αναδιάρθρωση, δεν είναι πειστική. Στην υπόθεση Pringle του 2012, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) έκρινε ότι το άρθρο 125 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΛΕΕ), το οποίο συχνά λανθασμένα αποκαλείται και «ρήτρα μη διάσωσης», «δεν απαγορεύει την παροχή, εκ μέρους ενός ή περισσοτέρων κρατών-μελών, χρηματοοικονομικής συνδρομής σε κράτος μέλος ... εφόσον οι όροι που συνδέονται με τη συνδρομή αυτή είναι τέτοιας φύσεως ώστε να ωθούν το εν λόγω κράτος να εφαρμόσει υγιή δημοσιονομική πολιτική». Φυσικά, αντικείμενο της απόφασης αυτής ήταν η παροχή οικονομικής στήριξης και όχι η αναδιάρθρωση χρέους. Ωστόσο, το ΔΕΕ αποφάσισε αργότερα ότι ακόμη και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα μπορούσε να αναλάβει σημαντικό οικονομικό κίνδυνο στο πλαίσιο του μηχανισμού Οριστικών Νομισματικών Συναλλαγών, γνωστού και με το αγγλικό ακρωνύμιο ΟΜΤ, εφόσον ενεργεί στο πλαίσιο της εντολής της. Παρά το γεγονός ότι το ΔΕΕ δεν έκρινε ρητά ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να συμμετάσχει σε μια αναδιάρθρωση χρέους, από τον συλλογισμό του Δικαστηρίου είναι δυνατό το συμπέρασμα ότι η ΕΚΤ μπορεί να δεχθεί μια αναδιάρθρωση εφόσον η ανάληψη του αρχικού κινδύνου ήταν ζωτικής σημασίας για την άσκηση της νομισματικής της πολιτικής. Το νομικό πλαίσιο της ΕΚΤ είναι ιδιαίτερα αυστηρό, λόγω της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης που κατοχυρώνουν οι Συνθήκες. Εάν, παρά το αυστηρό αυτό πλαίσιο, επιτρέπεται μια αναδιάρθρωση προς την ΕΚΤ, τότε η αναδιάρθρωση του μέρους του ελληνικού χρέους, που κατέχεται από άλλα κράτη-μέλη, το ΕΤΧΣ και τον ΕΜΣ, δεν μπορεί να θεωρηθεί παραβίαση του άρθρου 125 ΣΛΕΕ ― εφ’ όσον αυτό έχει ως σκοπό να επιτευχθεί δημοσιονομική σταθερότητα στην Ελλάδα. Από τη σκοπιά του τελικού αποτελέσματος, το επιχείρημα αυτό καλύπτει και την υπό όρους αναστολή εξυπηρέτησης του χρέους που προτείνεται εδώ.
Με τον ίδιο τρόπο, ούτε το εθνικό συνταγματικό δίκαιο των πιστωτριών χωρών δεν απαγορεύει μια τέτοια λύση. Για παράδειγμα, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο εστιάζει στην ανάγκη να είναι οποιοσδήποτε οικονομικός κίνδυνος διαχειρίσιμος για τη Γερμανία, καθώς και να προστατεύεται η δημοσιονομική ανεξαρτησία της γερμανικής Βουλής. Φυσικά, πολλά συνταγματικά ζητήματα παραμένουν αναπάντητα, αλλά η πρότασή μας κινείται στο πλαίσιο προηγούμενων σχετικών αποφάσεων.
Δύο προϋποθέσεις
Το επιτρεπτό μιας οποιασδήποτε τέτοιας αναστολής αποπληρωμών έχει δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, η αναδιάρθρωση πρέπει να είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της Ζώνης του Ευρώ, κάτι που το ΔΝΤ έχει αποδείξει στην περίπτωση της Ελλάδας. Δεύτερον, πρέπει να συνοδεύεται από ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με στόχο τη δημοσιονομική πειθαρχία και την εμπέδωση αποτελεσματικών θεσμών.
Αυτό ελπίζουμε ότι θα συμφωνηθεί στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος.
Οι προϋποθέσεις για έναν εκτεταμένο εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους ποτέ δεν εμφανίστηκαν τόσο ευνοϊκές: η κυβέρνηση έχει αρχίσει να υλοποιεί τις συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις, η χώρα έχει αποδεχθεί αυστηρή εποπτεία και οι Ελληνες πολίτες μόλις έζησαν μια δύσκολη εμπειρία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «κοντά στον θάνατο».
Δεν υπάρχουν ισχυρά νομικά επιχειρήματα κατά της σύνδεσης της εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους με τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ούτε κατά της υπό όρους αναστολής της αποπληρωμής του. Από οικονομική άποψη, η λύση αυτή δεν θα βελτιώσει μόνο τις πιθανότητες αποπληρωμής. Θα δείξει, επίσης, ότι η Γερμανία και οι άλλοι πιστωτές έχουν συμφέρον να βοηθήσουν την Ελλάδα και να εγγυηθούν τη σταθερότητα του ευρώ.
* Ο κ. Armin von Bogdandy είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Max Planck Συγκριτικού Δημοσίου Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου, Χαϊδελβέργη.
**Ο κ. Marcel Fratzscher είναι πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW), Βερολίνο.
***Ο κ. Guntram Wolff είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Bruegel, Βρυξέλλες.
**Ο κ. Marcel Fratzscher είναι πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW), Βερολίνο.
***Ο κ. Guntram Wolff είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Bruegel, Βρυξέλλες.
http://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου