Γράφει η Τατιάνα Κατσίνα,
Είχαν κανονίσει να φύγουν. Να πάνε μακριά. Έστω και για λίγες μέρες.
Προορισμός τους αυτό το μέρος που εκείνη είχε βάλει στο μάτι και στο μυαλό από καιρό κι εκείνος δεν της το είχε ποτέ αρνηθεί. Εκείνη περίμενε τη μέρα του ταξιδιού πώς και πώς. Μετρούσε τις μέρες αντίστροφα και όσο απέμεναν λιγότερες τόσο η χαρά της μεγάλωνε. Λαχταρούσε να φύγει μακριά από την τρέλα και να έχει πλάι της αυτόν. Κανέναν άλλο.
Έτσι κι έγινε. Πήραν μαζί τα απαραίτητα για την εποχή και έφυγαν.Από το αεροδρόμιο κιόλας ξεκίνησε η παρατήρηση. Άνθρωποι λογιών λογιών με φορεσιές διαφορετικές από τις δικές τους. Με γρήγορο ρυθμό κίνησαν να πάνε προς το κέντρο όπου θα έμεναν. Βιάζονταν να αφήσουν τα πράγματά τους στο μικρό, ζεστό σπιτάκι που είχαν βρει για να ξεχυθούν στους δρόμους και να αρχίσουν την ανακάλυψη. Μαζί. Πάντα μαζί. Έτσι λοιπόν, αν και μεσημεράκι είχαν όλη την υπόλοιπη μέρα μπροστά τους για να τριγυρίσουν. Πήραν παρέα έναν μισοτσαλακωμένο χάρτη και ξεκίνησαν.
Βρέθηκαν απευθείας στον τεράστιο πεζόδρομο και μεμιάς σάστισαν όταν αντίκρυσαν το κύμα κόσμου που κυκλοφορούσε, μέσα στο οποίο θα έπρεπε να χωθούν κι αυτοί και να ακολουθήσουν. Εκείνη λίγο δυσκολεύτηκε. Βλέπεις δεν της πολυαρέσει η πολυκοσμία, γρήγορα όμως συνήθισε και χαμογελώντας συνέχισε να κάνει αυτό που τόσο πολύ της αρέσει.. να περπατάει.. να περπατάει μαζί του.
Ώρες ατελείωτες έστριβαν τα κεφάλια δεξιά κι αριστερά, χαζεύοντας ό,τι υπήρχε και προσπαθώντας να μην τους ξεφύγει τίποτα. Εκείνος φρόντιζε να της κρατά καλά το χέρι και καμιά φορά, όταν ξεχνιόταν και το έβαζε στην τσέπη του παντελονιού του, εκείνη με θράσος το ακολουθούσε γιατί έτσι της άρεσε, έτσι ήθελε. Στο λαιμό του υπήρχε μόνιμα κρεμασμένη μια μεγάλη φωτογραφική μηχανή, πάντα σε ετοιμότητα να απαθανατίσει τις πιο όμορφες εικόνες που αντίκρυζε.
Έφτασαν στον Πύργο, ανέβηκαν γρήγορα και βγήκαν έξω να δουν τη θέα από την κορυφή του. Μα είναι δυνατόν να υπάρχει τόση ομορφιά; σκέφτηκαν ταυτόχρονα και οι δυο. Έκαναν το γύρο του αρκετές φορές και κατηφόρισαν.
Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς τη γέφυρα, την οποία δεν μπορούσαν να δουν από τη διαδρομή, όσο κι αν προσπαθούσαν. Όταν τελικά εμφανίστηκε μπροστά τους, κοντοστάθηκαν για λίγο κοιτάζοντας προς τα εκεί χωρίς κουβέντα. Κοιτάχτηκαν, χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο και συνέχισαν.
Διασχίζοντάς την μέτρησαν άπειρους ψαράδες που μες στο κρύο πάσχιζαν με τα καλάμια τους ο ένας δίπλα από τον άλλο.
Έπειτα έκαναν μια μικρή στάση για να πάρουν μπαλίκ, εκείνο το σάντουιτς με το ψάρι μέσα που μόνο από περιέργεια θέλησαν να δοκιμάσουν. Προχωρώντας μέσα από άγνωστους δρόμους κατάφεραν και έφτασαν στο ναό αυτό για τον οποίο ακούν σε όλη τους τη ζωή και για τον οποίο έχουν διαβάσει τόσα πολλά όλα αυτά τα χρόνια σε βιβλία ιστορίας κι όχι μόνο. Η Αγιά Σοφιά. Όταν με τα πολλά βρέθηκαν εκεί μέσα, χωρίστηκαν χωρίς να το θέλουν, γιατί και οι δύο είχαν χαθεί σε όσα τους αφηγούνταν η φαντασία τους. Λίγο μετά, αφού συνειδητοποίησαν ότι είναι μονάχοι, έψαξε ο ένας για τον άλλο και ξαναβρέθηκαν. Ξόδεψαν πολύ από το χρόνο τους εκεί κι όταν τελικά βγήκαν έξω αποφάσισαν πως έπρεπε να γεμίσουν τα στομάχια τους. Εντόπισαν ένα μικρό εστιατόριο και κάθησαν με όρεξη. Αφού συμβουλεύτηκαν τη γνώμη δύο ντόπιων παρήγγειλαν άγνωστα σε αυτούς φαγητά και όπως πάντα τα μοιράστηκαν στα δύο, αφού ποτέ ο ένας δεν μπορούσε να φάει μόνο από το δικό του. Αφού ξανακέρδισαν ενέργεια, συνέχισαν από εκεί που είχαν σταματήσει. Μπλε Τζαμί, ιππόδρομος, μεγάλο παζάρι, Τοπ Καπί, Κινστέρνα του Ιουστινιανού, Γενί Τζαμί…
Κάθησαν σε ένα καφέ που είχαν βρει τυχαία και πολύ τους άρεσε και ήπιαν το ζεστό τους τσάι χωρίς να βγάλουν τα γάντια τους. Το κρύο συνέχιζε να τους τρυπάει αλλά δεν τους ένοιαζε.
Επόμενος στόχος: να χαθούν σε όλα τα μικρά στενά τριγύρω από το κέντρο. Ανηφόρες, κατηφόρες, σοκάκια και πεζόδρομοι, πλατείες, σκαλοπάτια, μικρομάγαζα, κτίρια ψηλά, χρωματιστά και διαφορετικά. Τα μάτια τους παρασύρονταν κάθε φορά προς τα σημεία απ’ όπου ξεπρόβαλλαν οι μιναρέδες μπροστά τους. Στα αυτιά τους ηχούσαν πάντα οι ίδιες μαγεμένες μουσικές:
Δεν μπορούσαν να αποφασίσουν ποια από όλες τις βόλτες τους ήταν η πιο ωραία. Ευτυχώς δεν έπρεπε να επιλέξουν. Καθ’ολη τη διάρκεια, εκτός από τα μπαχάρια, τους συνόδευε η μυρωδιά από ψημένα κάστανα, κάτι που έκανε εκείνον να τα ζητά όλη την ώρα.
Αφού ξεκουράστηκαν, πήραν το καραβάκι για τη βόλτα στο Βόσπορο. Κάθησαν κοντά κοντά και χάζευαν τους αμέτρητους γλάρους που πετούσαν από πάνω τους και πάλευαν για το ποιος θα πρωτοπιάσει τα κομμάτια από κουλούρι που τους πετούσε ο κόσμος.
Τους προσέφεραν σαλέπι για να ζεσταθούν και αφέθηκαν σε όλο αυτό που απλωνόταν μπροστά τους. Πού και πού έδιναν κανά φιλί μεταξύ τους αλλά είχαν επικεντρωθεί στο να χορτάσουν όσο περισσότερο γίνεται τις εικόνες που μόνο εκείνη τη στιγμή είχαν την τύχη να απολαμβάνουν παρέα.
Τις νύχτες τα φώτα της Πόλης την έκαναν να δείχνει το ίδιο ζεστή. Το γραφικό Tünel εξακολουθούσε να διαγράφει την ίδια πορεία και κάθε φορά σταματούσαν να το φωτογραφίσουν με την ίδια χαρά όπως την πρώτη φορά που το είδαν. Το πλήθος αδιάκοπο πηγαινοερχόταν στους πολυσύχναστους δρόμους και συχνά προσπαθούσαν να μαντέψουν τις γλώσσες που άκουγαν στο πέρασμά τους.
Έφτασε η μέρα που οι βόλτες τελείωσαν. Η μέρα που έπρεπε να μαζέψουν πράγματα και να γυρίσουν πίσω. Εκείνη θλιμμένη. Δεν ήθελε να αποχωριστεί όλο αυτό που ζούσε. Ήθελε να μπορούσε να μείνει εκεί για πάντα με εκείνον. Έδωσαν υπόσχεση ότι όλο αυτό ήταν αληθινό. Κι ότι όλο αυτό ήταν μόνο δικό τους.
Τώρα αυτός είναι αλλού. Μακριά. Μακριά από εκείνη. Το ταξίδι τους δεν αποτελεί παρά μόνο μια ανάμνηση που κρυφά κάνει βόλτες στο μυαλό τους μια στο τόσο.
Όμως, έχουν κανονίσει, σιωπηλά, ραντεβού εκεί ξανά. Εκεί Πέρα. Το πότε το ξέρουν μόνο αυτοί.
Το αν θα πάνε στο ραντεβού δεν το ξέρει κανένας από τους δυο.
Μπορεί ναι. Μπορεί και όχι.
φωτογραφίες: Jonathan Livingston
http://constantinoupoli.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου